Πέτρος Ευαγγελόπουλος | Συγγραφέας – Λογοτεχνία Φανταστικού – Μυθιστόρημα – Θρίλερ – Θεσσαλονίκη https://petrosevag.gr Πέτρος Ευαγγελόπουλος | Συγγραφέας - Λογοτεχνία Φανταστικού - Μυθιστόρημα - Θρίλερ - Θεσσαλονίκη Mon, 06 Dec 2021 12:35:36 +0000 el hourly 1 https://wordpress.org/?v=6.1.5 «Ο Κατηραμένος Όφις», Ανάλυση (6 από 6) https://petrosevag.gr/%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b7%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82-%cf%8c%cf%86%ce%b9%cf%82-%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%bb%cf%85%cf%83%ce%b7-6/ Tue, 16 Nov 2021 17:55:41 +0000 https://petrosevag.gr/?p=5017 «Ο Κατηραμένος Όφις», Ανάλυση (6 από 6) Περισσότερα »

]]>
viii) Άλλο σημείο που δεν αναπτύσσεται περαιτέρω είναι η παράξενη γεωμετρία του Παραδείσου:

«Δεν επρόκειτο για μία ευκλείδεια, επίπεδη επιφάνεια. Ούτε ο φράχτης ήταν μία κάθετη λωρίδα που χώριζε στα δύο αυτή την επιφάνεια. Ο Παράδεισος ήταν στην πραγματικότητα ένας διάδρομος…»

Άρα λοιπόν ο Παράδεισος είναι ακατανόητος όχι μόνο ως προς τον σκοπό του αλλά και ως προς το σχήμα και τις ιδιότητές του. Ο Παράδεισος είναι ένα καλά φυλαγμένο μυστήριο. Φαίνεται γήινος, όμως δεν είναι. Μοιάζει επίπεδος, αλλά κάτι άλλο συμβαίνει. Παρουσιάζεται ως η ιδανική κατοικία για τους ανθρώπους, στην πραγματικότητα όμως είναι μια κόλαση. Όσο για τον φράχτη, δεν αποτελεί ένα στιγμιαίο, κάθετο εμπόδιο, αλλά μία άλλη γεωμετρική μορφή, ατελεύτητη και αυτή και ανυπέρβλητη.

ix) Το συνολικό προφητικό όραμα του τελευταίου μέρους, που περιλαμβάνει όλα τα “κοντινότερα” προφητικά οράματα, είναι ιδέα που πήρα από την ταινία επιστημονικής φαντασίας “Next” του 2007.

x) Για όποιον δεν το πρόσεξε, ο άντρας που εμφανίζεται στην αρχή του τρίτου τμήματος (όταν ο Νίκος ξυπνάει στο έτος 2105), είναι ο ίδιος με τον οποίο τελειώνει το δεύτερο τμήμα: ο Βρετανός Peter Chance, που ζητάει τη γνώμη του Δασκάλου αν πρέπει να σκοτώσει τους γονείς του, επειδή τον ενοχλούν. Αυτός, μαζί με τον Γάλλο Émile Coste, ακολουθούν τον Δάσκαλο ως οι πιο αφοσιωμένοι μαθητές, οι τελειότεροι εγκληματίες, που σκότωναν χωρίς πρόγραμμα, χωρίς ιδεολογία, χωρίς ιδανικά, παρά μόνο με μια απλή εντολή του Ηγέτη τους – έως ότου τους διέταξε να σκοτώσουν και ο ένας τον άλλον…

Αυτοί όλοι φυλακίζονται -ως πνεύματα; ως καθαρές ιδέες; ως αληθινά έμβια όντα; κανείς δεν ξέρει- σε κάθε εναλλακτική πραγματικότητα, μαζί με τον απαίσιο Ηγέτη τους. Το ίδιο και όλοι οι μαθητές του, εκατομμύρια στον αριθμό. Να θυμίσω εδώ ότι η εναλλακτική πραγματικότητα που συναντούμε στο μυθιστόρημα είναι μία από τις πολλές που ο Νίκος αντίκρισε στο όραμά του – και έφριξε…

Η εγγονή του Νίκου περιγράφει αυτή τη θεωρία καλύτερα από όλους (πιθανόν ως απόγονός του έχει κληρονομήσει το χάρισμα να αμφισβητεί την ίδια την πραγματικότητα) και λέει πως κανείς, ούτε κι η ίδια, δεν είναι σίγουρη τι τους συμβαίνει. Παραθέτω δύο αποσπάσματα μόνον, όχι όλα:

«Αν ξέραμε κάποτε κάτι, κι αν νομίζαμε κάποτε το οτιδήποτε, σήμερα, εδώ, μαθαίνουμε πως κάναμε λάθος. Ο άνθρωπος αυτός απέναντί μας ακύρωσε κάθε μας βεβαιότητα. Το έκανε κάποτε, το ξανακάνει τώρα. Του είναι πολύ εύκολο. Και φυσικά, δεν πρόκειται να ξεφύγει από τα χέρια μας, όμως ούτε κι εμείς από τα δικά του. Βρισκόμαστε στο μυαλό του, Ανώνυμε, όπως το είπες, αλλά κι εμείς τον ονειρευόμαστε παθιασμένα, καθώς βυθιζόμαστε στην κόλαση».

Και λίγο πιο κάτω:

«Σκότωσα κι εγώ, όταν ήλθε ο καιρός, τους “ευεργέτες” μου. Έφτιαξα κι εγώ τις δικές μου θεωρίες. Στις οποίες μέσα μίσησα τους πάντες και κάλεσα τους πάντες να με ακολουθήσουν. Γι’ αυτό ο κόσμος μας είναι τόσο ανώνυμος και τόσο μπερδεμένος. Και θα γίνει ακόμη πιο ανώνυμος και μπερδεμένος στα χρόνια που ακολουθούν. Ο Ηγέτης μας είναι και δημιουργός μας – μέσα από μια διαδικασία που κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει. Εμείς, οι ακόλουθοί του, επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη, περπατούμε στην ίδια πορεία. Και κανείς μας δεν ανήκει πουθενά. Σε καμιά εποχή, σε κανέναν κόσμο, δεν έχουμε όνομα -αλήθεια, ξέρετε μήπως εσείς το δικό μου;-, δεν ευτυχούμε, δε δυστυχούμε, δε ζούμε με εκείνους που ερωτευόμαστε, δε βλέπουμε τους καρπούς των έργων μας, φεύγουμε και ξαναρχόμαστε, υπάρχουμε και ξαφνικά χανόμαστε σε μια απέραντη, ανώνυμη λησμονιά. Και τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει τούτη τη φρίκη…»

xi) Όλοι οι χαρακτήρες που εμφανίζονται στα οράματα του Νίκου μιλούν με αγιογραφικά χωρία, ενώ είναι εντελώς άθεοι. Δεν πιστεύουν σε κανέναν θεό, αλλά διαρκώς αναζητούν και αναφέρουν τον Ένα. Τον απορρίπτουν, και τον ψάχνουν. Ανατριχιάζουν με τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, κι όμως προετοιμάζουν νέα. Είναι στρέιτ και ομοφυλόφιλοι. Είναι θύτες και θύματα. Είναι παραιτημένοι από τη ζωή, και ταυτόχρονα παρουσιάζουν εκρηκτική δράση. Είναι αστείοι και σοβαροί. Ποιητικοί και χυδαίοι. Είναι άντρες και ταυτόχρονα γυναίκες. Είναι ενήλικες που παραμένουν παιδιά. Κι είναι παιδιά, που φέρονται ως άνθρωποι με σύνεση διακοσίων ετών. Είναι οι πρόγονοι και ταυτόχρονα οι απόγονοι του εαυτού τους. (Για παράδειγμα, η εγγονή του Νίκου έχει σχεδόν ίδια ιστορία, ζωή, δράση, νοημοσύνη και χαρακτήρα με αυτόν.) Βρίσκονται στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Μάλλον έχει χαθεί η έννοια όλων αυτών. Κανείς δεν ξέρει σε ποια χρονική στιγμή βρίσκεται, ποιο είναι το όνομά του, τι έχει κάνει στη ζωή του. Κανείς δεν ξέρει τίποτε. Και όλοι τα ξέρουν όλα. Επειδή όλοι είναι ένας άνθρωπος, αυτός που βλέπει το όραμα. Κι είναι αυτός ο άνθρωπος μαζί με τον Θεό, πλησιέστερα από τον οποιονδήποτε, και παρ’ όλα αυτά πιστεύει πως ο Θεός τον έχει ολοκληρωτικά εγκαταλείψει…

xii) Το κείμενο που διαβάζει η Μαρία Οικονομοπούλου στον Νίκο με την παρωδία του Παραδείσου και την τραγική ιστορία του Αδάμ-2 πρόκειται για ένα μικρό μόνο τμήμα μιας πολύ μεγαλύτερης ιστορίας, η οποία εδώ φυσικά δεν περιγράφεται αλλά μόνο αναφέρεται, της «Νέας Παλαιάς Διαθήκης» -ας σημειωθεί πως οι ιστορίες με τον Χριστό δε σατιρίζονται ούτε παραλλάσσονται-, τις οποίες οι πιστοί της Νέας Θρησκείας σέβονται ως τα ιερά τους κείμενα. Η Νέα Παλαιά Διαθήκη δεν προοριζόταν για κατάργηση της πρωτότυπης. Κάπου η Μαρία λέει για αυτήν:

«Όλα αυτά τα κάνουμε, ώστε να συνεχιστεί η αφήγηση της Νέας Παλαιάς Διαθήκης. Που είναι η άπειρη, ανεξερεύνητη εξιστόρηση της ιστορίας της ανθρωπότητας με σατιρικό τρόπο -επειδή κανείς άλλος τρόπος, εκτός από την ειρωνεία, δεν υπάρχει για αυτό που είναι φρίκη- παραλλάσσοντας διαρκώς τις Παλαιές Γραφές, οι οποίες στην ουσία ήταν η άπειρη και ανεξερεύνητη εξιστόρηση της ιστορίας της θεανθρωπότητας».

Με άλλα λόγια δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη πράξη βλασφημίας ενός ανθρώπου που αισθάνθηκε ότι ο Θεός τον πρόδωσε και τον εγκατέλειψε άδικα στις δυνάμεις του κακού, αλλά για την εξιστόρηση των συνολικών βασάνων της ανθρωπότητας, με κάποιον διαφορετικό τρόπο. Το πρωτότυπο κείμενο, οι «Παλαιές Γραφές», τόσο ο ίδιος όσο και η Μαρία που μιλάει εξ ονόματός του, θεωρούν πως είναι υπερκόσμιο. Όσο για τον χρόνο συγγραφής του νέου κειμένου, μαθαίνουμε τα εξής:

«Η συμβολική παραλλαγή της Βίβλου που σου διηγήθηκα, γράφτηκε πολύ αργότερα και κυκλοφόρησε μονάχα ανάμεσα στους πιο στενούς από τους συντρόφους και συνεργάτες του. Τα έγγραφα που κήρυτταν την Επανάσταση ήταν άλλα».

xiii) Ας έρθουμε λοιπόν σε αυτά τα έγγραφα της Επανάστασης, που περιέγραφαν την ιδεολογία του. Είναι, ως προς την έκτασή τους, τεράστια∙ ως προς το περιεχόμενό τους, μία άβυσσος. Ο Νίκος Μανωλόπουλος δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, κάποιος «εις εξ ημών», αλλά μια σπάνια ιδιοφυΐα, σχεδόν στα όρια του υπερφυσικού (και του παραλόγου ταυτόχρονα), και θα συγγράψει, όπως μας διηγείται η Μαρία:

«Χιλιάδες σελίδες σκέψεων! Σε ποια περίληψη θα χωρούσαν; Μέσα σε αυτές συνοψίζεται κάθε φιλοσοφικό ρεύμα, σχεδόν κάθε ιδεολογία και κοσμοθεωρία, κάθε θρησκεία, με όλες τις πολύπλοκες αιρέσεις και διαστροφές τους. Κρύβονται εκεί μέσα, είτε ως αυτούσιοι λόγοι είτε ως αδιόρατοι υπαινιγμοί, οι περιγραφές όλων των υπαρξιακών μαύρων τρυπών -«παγίδες του Διαβόλου» θα τις ονόμαζε κάποιος αρχαίος άγιος ασκητής της αιγυπτιακής ερήμου- στις οποίες έπεσαν ή πρόκειται στο μέλλον να πέσουν οι διάφορες ιδεολογίες καθώς και οι άνθρωποι που πιστεύουν σε αυτές…».

xiv) Όπως καταλαβαίνει κανείς από το προηγούμενο σημείο, η ιστορία που διηγείται το δικό μου μυθιστόρημα, «Ο Κατηραμένος Όφις», δεν αποτελεί παρά μονάχα ένα ελάχιστο τμήμα -την τραγική ιστορία ενός αγοριού- από τη συνολική ιστορία, η οποία θα μπορούσε να είναι:

1) Το χρονικό της ίδρυσης και η ιδεολογία της ομώνυμης τρομοκρατικής οργάνωσης. Μιλάμε για χιλιάδες σελίδες κειμένων και μεγάλο αριθμό γεγονότων! – προϊόν ενός ασυνήθιστα ευφυούς μυαλού και των ιδιαίτερων κοινωνικών καταστάσεων της εποχής.

2) Η επέκταση, και αργότερα η κλωνοποίηση, του «Κατηραμένου Όφεως» από εκατοντάδες μικρές ή μεγαλύτερες οργανώσεις.

3) Τα φριχτά εγκλήματα που διαπράχθηκαν επί σειρά πολλών ετών, οι κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις, σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο.

4) Η εξαφάνιση από το προσκήνιο -σωστότερα, από το παρασκήνιο- του ΝΜ, του ιδρυτή της αρχικής οργάνωσης.

5) Η σταδιακή κατασκευή του μύθου του, ως ενός νέου προφήτη, ή και ως ενός σκοτεινού δικτάτορα που βρίσκεται παντού, ακόμη και μέσα στα σπίτια των οπαδών του! Ας θυμηθεί ο αναγνώστης τον τρόμο της Μαρίας Οικονομοπούλου, καθώς και τον αφύσικο σεβασμό της για τον Νίκο, κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους: «Είναι εδώ! Μας ακούει…»

6) Πιθανόν η επανεμφάνισή του κατά καιρούς, είτε ως πραγματικού προσώπου είτε κάποιων άλλων που ισχυρίζονταν πως ήταν αυτός. Ας θυμηθούμε εδώ τη σχετική προφητεία του Χριστού, ο οποίος προέβλεψε ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο με τον Ίδιο. Κι ο κόσμος περιμένει πως ο ΝΜ, ο δικός τους Μεσσίας, κάποτε θα επανέλθει, για να κρίνει τον κόσμο.

7) Η ακατανόητη Δευτέρα Παρουσία του, η οποία τελικά συμβαίνει το έτος 2105, όπου τον συλλαμβάνουν και τον σκοτώνουν, προκειμένου να απαλλαγούν από την τυραννία του. Εννοείται, πως θα μπορούσε κάποιος να διηγηθεί αναλυτικά την πολυετή ζωή του σε εκείνον τον κόσμο και τη  διακριτική αλλά στενή παρακολούθησή του από το Καθεστώς. Στο βιβλίο απλά παραθέσαμε το τέλος, την τηλεφωνική συνομιλία με τη Μαρία και τη σύλληψή του. Πιστεύω όμως πως και τα προηγούμενα χρόνια σε εκείνον τον μελλοντικό δυστοπικό κόσμο θα είχαν πολύ ενδιαφέρον!

8) Πιο πριν από όλα αυτά, οφείλουμε να διηγηθούμε τη σφαγή εκατοντάδων εκατομμυρίων αθώων και το χρονικό του παγκοσμίου πολέμου το έτος 2055.

9) Να παρουσιαστεί επίσης το Νέο Σύστημα σκέψης και οργάνωσης της κοινωνίας, που ακολούθησε και επικράτησε, πνίγοντας κάθε αντίλογο.

10) Πρέπει να μιλήσουμε για την παγκόσμια Κυβέρνηση και τα έργα της. (Της οποίας κανείς δεν έχει δει ποτέ τα μέλη…)

11) Για τον τρόμο που ακολουθεί την Επανάσταση και υπάρχει διάχυτος παντού, ακόμη και στους πιο αφοσιωμένους οπαδούς.

12) Για το υπαρξιακό αδιέξοδο ΟΛΩΝ καθώς και την παράξενη φήμη που κυκλοφορεί και στοιχειώνει τα μυαλά των πιο πιστών στο Σύστημα, ότι δεν ενεργούν με βάση την ελεύθερη βούληση και επιθυμία τους και ότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς -ακόμη και τα μέλη της Κυβέρνησης-, επειδή με κάποιον τρόπο η θέληση του ιδρυτή της θρησκείας τους έχει διαπεράσει και ενσωματωθεί στη δική τους.

13) Η συνολική ιστορία θα έπρεπε οπωσδήποτε να περιλαμβάνει και όλα τα συγκλονιστικά περιστατικά της εννιάχρονης («αιώνιας», θα την ονόμαζε ο ίδιος) παραμονής του ορφανού αγοριού στο αγρόκτημα του θείου, τις αντιδράσεις και τις ποικίλες μικρές ιστορίες των κατοίκων του χωριού, τις ιστορίες των συμμαθητών στο σχολείο (οι οποίοι έρχονταν από διάφορα χωριά), την ιστορία του Τομέα Β΄, της Μαρίας Οικονομοπούλου, καθώς και των ετών μετά την απόδραση του Νίκου από το κτήμα.

14) Φυσικά, η συνολική διήγηση θα μπορούσε -για την ακρίβεια θα επιβαλλόταν- να περιέχει και τη συνέχεια από το σημείο που σταματά το βιβλίο: Τη νέα ζωή του αγοριού που δραπετεύει, η οποία δε συμπεριλαμβάνεται σε κανένα από τα οράματα.

Όμως μια τέτοια συνολική, γιγάντια ιστορία αποτελεί μάλλον έργο κάποιου άλλου, ενός νέου Ομήρου, ή ίσως ενός σύγχρονου μυθικού μάγου Βιάσα, που θα γράψει όχι μια νέα «Μαχαμπαράτα», το μεγαλύτερο γνωστό έπος στην ιστορία της λογοτεχνίας, αλλά κάτι ακόμη μεγαλύτερο, πιο απόκρυφο και σκοτεινό, και κυρίως πιο δαιδαλώδες. Μια ιστορία που θα γεννά, σαν Λερναία Ύδρα κοσμικών διαστάσεων, άλλες ιστορίες, αέναα, αναπόφευκτα, ως το τέλος του κόσμου – ίσως και πέρα από αυτό…

ΤΕΛΟΣ

[Ο πίνακας απεικονίζει τον μοντέρνο Πύργο της Βαβέλ
και είναι έργο της Rin Oozora]

]]>
«Ο Κατηραμένος Όφις», Ανάλυση (5 από 6) https://petrosevag.gr/%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b7%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82-%cf%8c%cf%86%ce%b9%cf%82-%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%bb%cf%85%cf%83%ce%b7-5/ Tue, 16 Nov 2021 14:36:39 +0000 https://petrosevag.gr/?p=4994 «Ο Κατηραμένος Όφις», Ανάλυση (5 από 6) Περισσότερα »

]]>
iii) Στο τέλος όλων των «ιερών κειμένων», μας διαβεβαιώνει η Μαρία Οικονομοπούλου στο πρώτο τμήμα του βιβλίου, υπάρχει η «υπογραφή του Θεού». Ο Νίκος δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει για ποιον Θεό μιλούν, μια και υπάρχουν τόσοι μύθοι και καρικατούρες. Όμως εκείνη, σοβαρή και υψηλή σαν κάποια αρχαία προφήτισσα, εξηγεί:

«Αυτός που έφτιαξε και την ΑΡΗΣ. Ο ίδιος που στην πραγματικότητα σχεδίασε τους Πρωτοπλάστους -και όλα τα αναρίθμητα αποτυχημένα αντίγραφά τους πριν από αυτούς- και τον κόσμο όλο. Αυτός που έφυγε και δε μας είπε τίποτε. Που άφησε μόνο μια υπογραφή, μια μυστηριώδη λέξη κάπου στο τέλος όλων των γραπτών…».

Ίσως κάποιος αναγνώστης με ισχυρή μνήμη (ή κάποιος που κάνει δεύτερη ανάγνωση) θα συγκρατήσει το σημείο και την «υπόσχεση» του συγγραφέα να αποκαλύψει ποια ήταν αυτή η υπογραφή, η μία και μόνη λέξη, που δόθηκε όχι από κάποιον διανοητή, το Σύστημα, τον Νέο Μωυσή ή οποιονδήποτε θαυμαστή του, αλλά από ένα ανώτερο Ον. Θα περιμένει ωστόσο μάταια. Διότι, όπως για τον Τομέα Β΄ δε λέγεται κάτι συγκεκριμένο αλλά αφήνεται στην ενόραση του αναγνώστη, ακόμη περισσότερο κάτι τέτοιο συμβαίνει για τη μονολεκτική απάντηση του Θεού σε όλα αυτά.

Τι όμως θα μπορούσε να λέει άραγε ο Θεός και πώς θα ξέραμε ότι κάτι που γράφτηκε σε κάποιο περιθώριο (ή στο τέλος) ενός χειρογράφου ή ηλεκτρονικού εγγράφου έχει υπερκόσμια προέλευση; Θα αρχίσω από το τελευταίο ερώτημα: Δεν μπορούμε να ξέρουμε. Γι’ αυτό και… δεν υπάρχει!

Στην πραγματικότητα, ο Θεός δεν έγραψε κάτι, αλλά είπε μία λέξη μόνο – κι αυτή, «στο τέλος». Ποια σημασία εξάλλου θα είχε το «τέλος», εφόσον έχουμε διάφορα κείμενα του ΝΜ, γραμμένα σε ποικίλες περιόδους, έχουμε email, μηνύματα, σχέδια, χειρόγραφα, γράμματα ταχυδρομείου, προφορικές εντολές, και φυσικά πράξεις; Ο Θεός όμως, λέει, μίλησε στο «τέλος» όλων αυτών. Ποιο είναι αυτό το τέλος;

Για να δώσω μια άμεση απάντηση, δεν πρόκειται για το τέλος αλλά για το συμπέρασμα. Ο Θεός δείχνει στον ΝΜ ένα τεράστιο όραμα με το μέλλον του, σε διάφορες παραλλαγές και εξελίξεις. Όλες καταστροφικές. Αυτό που ουσιαστικά του λέει -και εκείνος το καταλαβαίνει, γιατί δεν είναι ανόητος αλλά μάλλον εξαιρετικά ευφυής- είναι ένα «ΟΧΙ». Δίχως φωνήεντα και σύμφωνα, δίχως έκταση στον χρόνο, δίχως ήχο. Ένα «όχι» πλανιέται επάνω από τα πάντα, ένα «μην το κάνεις!», που σημαίνει ταυτόχρονα και «μην το πάθεις!». Ένα «φύγε από τον Αίγυπτο, όσο ακόμη προλαβαίνεις!». Στην αρχή μάλιστα του τελευταίου τμήματος του βιβλίου, στο σημείο όπου η θεία τον φωνάζει για πρωινό με τη άχαρη φωνή της, διαβάζουμε τα εξής:

Η θεία φαίνεται πείστηκε για αυτό που την ενδιέφερε και έφυγε. Ακόμη ένα λεπτό μόνος. Μια ελάχιστη χαραμάδα ελευθερίας. Ώστε αυτή λοιπόν θα ήταν η νέα του ζωή από δω και πέρα; Θα προσπαθούσε να κρύβεται ακόμη και μες στον Παράδεισο;
«Όχι!» απάντησε μέσα του μια φωνή.
Παράξενο: Δεν ήταν η δική του φωνή. Ήταν του «Άλλου». Εκείνου που του είχε δείξει, όπως κάποτε παλιά στον αρχαίο Μωυσή το μακρινό παρελθόν της Γης, σε τούτον το δικό του τρομερό μέλλον.
«Όχι» επανέλαβε κι αυτός.

Ο Θεός λοιπόν δίνει ΕΝΑ όραμα, χαράσσει ΜΙΑ λέξη, κάνει ΜΙΑ επίσκεψη. Όλα έχουν ως πλήθος τη μονάδα, τον ιερό και απόλυτο αριθμό. Ποτέ κάτι περισσότερο. Όμως πρόκειται για μία αλλιώτικη μονάδα, διαφορετική από τα μέτρα των ανθρώπων. Η ιδέα μού ήρθε από το διήγημα του Χ.Λ. Μπόρχες «Undr», όπου ένας αμόρφωτος λαός του Βορρά κατέχει μία Λέξη που περιλαμβάνει όλες τις λέξεις, όλα τα αντικείμενα και τα σύμβολα, και ελάχιστοι γνωρίζουν ποια είναι αυτή ή μπορούν να την προφέρουν. (Η ιδέα της υπερπληρότητας ή και της απειρότητας σε ένα μόνο αντικείμενο εμφανίζεται και σε άλλα έργα του ίδιου συγγραφέα.) Στον «Κατηραμένο Όφι» λοιπόν έχουμε μια άηχη λέξη, που είναι ταυτόχρονα ένα όραμα, είναι μία νύχτα, είναι μία ολόκληρη ζωή, για την ακρίβεια πολλές ζωές, πολλοί άνθρωποι, ο κόσμος όλος – και ταυτόχρονα το τίποτε, επειδή όλα τούτα δεν έχουν συμβεί ούτε πρόκειται ποτέ να συμβούν.

iv) Συναφές με το προηγούμενο σημείο είναι και το εξής: Τι είναι τελικά ο Κατηραμένος Όφις; Μια τρομοκρατική οργάνωση; Μια ιδεολογία; Ένα σύμβολο; Ίσως ένα πραγματικό πρόσωπο; Μήπως ο ίδιος ο ΝΜ; Η Μαρία Οικονομοπούλου δίνει στον Νίκο μια απάντηση που μπερδεύει περισσότερο τα πράγματα:

«Κανείς δε γνωρίζει αν ήταν κάποιου είδους έμβιο ον, μια υπερ-εξελιγμένη μηχανή, ή ίσως… ένας θεός. Δεν ξέρουμε καν αν επρόκειτο για τμήμα αυτού του σύμπαντος. Και φυσικά δεν έχουμε ιδέα πώς λεγόταν».

Και σε άλλο σημείο μας πληροφορεί:

Σε κάθε διήγηση που αφορά τον ΝΜ, υπάρχει πάντα ένας τρίτος άνθρωπος -ο ίδιος άραγε;- ένα ον ανώνυμο και άγνωστο, που ξέρει πολύ περισσότερα από όσα θα ήταν δυνατό να γνώριζε ακόμη και ο πιο πιστός μαθητής του Δασκάλου. Όπως δεν ξέρουμε πολλά για τον Νέο Μωυσή, ακόμη λιγότερα, για την ακρίβεια τίποτε, γνωρίζουμε για τον «βιογράφο» του, που κατά πάσαν πιθανότητα ήταν και ο πνευματικός οδηγός του.
– Ο ανώνυμος Γιαχβέ με τον οποίο μιλούσε ο Μωυσής; ρώτησε ο Νίκος.
– Κοντά βρίσκεσαι. Και η απάντηση είναι ίδια: δε γνωρίζουμε.

Ο Νίκος, που ταυτόχρονα είναι και η Μαρία στο όραμα, και ταυτόχρονα κανείς από τους δύο (διότι δεν είναι μόνον αυτός που δημιουργεί την οπτασία αλλά κυρίως εκείνος που τη βλέπει), φτάνει πολύ κοντά στην αλήθεια όταν ρωτάει: «Ο ανώνυμος Γιαχβέ;». Δε θα ήταν παράλογος ο αναγνώστης ο οποίος, έπειτα από όσα έχουν ειπωθεί, θα ισχυριζόταν πως ο Κατηραμένος Όφις, εφόσον ήταν αυτός που έφερε σε επαφή τα δύο μισά, που απελευθέρωσε από την καταδίκη, αυτός για τον οποίο δεν ξέρει κανείς τίποτε, ούτε καν ο ίδιος ο Νίκος Μανωλόπουλος, εφόσον βρίσκεται παντού, γνωρίζει τα πάντα κι όμως δεν έχουμε κάποια φωτογραφία ή έστω ένα όνομα από αυτόν, εφόσον είναι εκείνος που έσωσε και δεν κατάστρεψε, αλλά ενθάρρυνε, παρηγόρησε και κατεύθυνε, τότε, όπως μας οδηγούν όλες οι ενδείξεις να υποψιαστούμε, δεν είναι ο Σατανάς της Παλαιάς Διαθήκης, ούτε μια τρομοκρατική οργάνωση, ή ένα αόρατο, καταχθόνιο σύστημα, αλλά κάτι εντελώς φωτεινό, υπερκόσμιο, σοφό, αιώνιο: ο Θεός!

v) Ο Στέργιος Δημητριάδης σε κάθε εναλλακτική πραγματικότητα είναι αφεντικό, καθηγητής, και γενικά κάποιος ανώτερος στην ιεραρχία από τον Νίκο. Η Μαρία Οικονομοπούλου σε κάθε εναλλακτική πραγματικότητα είναι “straight”, όπου αυτό εννοείται σε σύγκριση με τα πρότυπα που θεωρεί σωστά η συγκεκριμένη πραγματικότητα. Άρα ο πρώτος είναι αιώνια «διευθυντής», ενώ η δεύτερη, αιώνια «σωστή». Ο πρώτος σε κάθε περίπτωση έχει βάλει έξτρα δουλειά, την οποία ο Νίκος δεν μπορεί να φέρει εύκολα εις πέρας. Η δεύτερη, σε κάθε περίπτωση, είναι η συνεργάτιδά του σε αυτή τη δουλειά, η φίλη, το αντικείμενο του πόθου του – αλλά κυρίως εκείνη που τον προδίδει και τον οδηγεί στον θάνατο. Ο Νίκος πάλι, σε κάθε εναλλακτική πραγματικότητα, είναι το θύμα, ο πονεμένος, αυτός που αναζητά διέξοδο αλλά δεν μπορεί να τη βρει – και αυτός που στο τέλος εκδικείται βάφοντας τα χέρια του στο αίμα.

Θαρρείς και υπάρχει ένα μοτίβο από το οποίο κανείς δεν μπορεί, ή μάλλον δεν έχει καν διανοηθεί, να αποδράσει. Άραγε έτσι είναι όλοι οι άνθρωποι; Άραγε σε κάθε νέα εναλλακτική ματιά του Θεού πριν τη δημιουργία του κόσμου, εμείς παραμέναμε με τα ίδια ελαττώματα, με τα ίδια -μάταια- οράματα, αν και με διαφορετικά ονοματεπώνυμα, διευθύνσεις και επαγγέλματα, αλλά το ουσιαστικό τμήμα της ιστορίας -ΕΜΕΙΣ- δεν αλλάζαμε ποτέ; Το μυθιστόρημα δε δίνει απάντηση σε αυτό το αμείλικτο ερώτημα (που δεν είναι ακριβώς θεολογικό αλλά υπαρξιακό), αφήνει ωστόσο μια ελπίδα στο τέλος πως, έστω ο πρωταγωνιστής, θα κατορθώσει να ξεφύγει.

vi) Το περιστατικό στο δεύτερο τμήμα του βιβλίου, όπου η Μαρία κατηγορεί τον Νίκο για σεξουαλική παρενόχληση και απαιτεί την εκδίωξή του από την εταιρεία, είναι εμπνευσμένο από την πραγματική τραγική ιστορία ενός φίλου μου, που τον οδήγησε έως και τον θάνατο… Όμως δε θα πω εδώ περισσότερες λεπτομέρειες.

vii) Οι Πρωτόπλαστοι δεν ήταν κυριολεκτικά πρωτόπλαστοι. Ήταν «Μυριοστόπλαστοι». Ακαταμέτρητος αριθμός, ίσως ακόμη και εκατομμύρια, από ζεύγη ζευγών είχαν προφανώς πλαστεί -και καταστραφεί- από τον Δημιουργό, μέχρι να φτάσουμε στην «Τελική Μορφή». Κανείς τους δεν είχε καταφέρει -μερικοί δεν είχαν καν διανοηθεί- να αποδράσουν από τον Παράδεισο και να ατενίσουν από μακριά με δέος την εξαίσια όψη της Κόλασης να φλέγεται αιωνίως…

Αυτά λέει η Μαρία στον Νίκο. Πρόκειται για ένα από τα θέματα που θα είχαν πολύ ενδιαφέρον, παρ’ όλα αυτά δεν αναπτύσσονται τελικά περισσότερο στο βιβλίο. Ο Παράδεισος των Νέων Γραφών είναι κάτι σαν κοσμικών διαστάσεων πείραμα Ευγονικής, όπου ο άγνωστος Θεός δημιουργεί όντα, τα οποία υποβάλλει σε σειρά από δοκιμασίες, προσπαθώντας να επιτύχει μια επιθυμητή τελειότητα. (Η οποία δε μαθαίνουμε από ποια στοιχεία συνίσταται ή σε τι θα χρησιμεύσει.) Ο μικρός, που υφίσταται σεξουαλική -και όχι μόνο- κακοποίηση, που αργότερα ενηλικιώνεται και είναι πλημμυρισμένος από μίσος προς την ανθρωπότητα και τον Θεό, επειδή τον εγκατέλειψαν και αδιαφόρησαν για τα βάσανά του, φτάνει να πιστεύει πως όλο αυτό δεν πρόκειται για κάτι τυχαίο (ή μοιραίο) αλλά για κάτι προγραμματισμένο. Όπως φαίνεται, κάποτε, όταν φτάσουμε στο νιοστό «δείγμα», θα μπορέσει να συμβεί η Μεγάλη Απόδραση. Ο μικρός Moses τελικά είναι το νιοστό δείγμα. Άραγε υπήρξαν κι άλλοι πριν από αυτόν; Τι έχουν απογίνει; Μήπως τελικά δεν είναι ελεύθερος, αλλά απλά το υποκείμενο κάποιου υπερκόσμιου πειράματος; Να σημειώσω πως κάτι τέτοιες ιδέες και ερωτήματα υπάρχουν σε ιστορίες επιστημονικής φαντασίας, όπου οι «θεοί» εξωγήινοι πειραματίζονται και χρησιμοποιούν για άγνωστους σκοπούς τους ανθρώπους – ή ίσως απλά από ματαιοδοξία. Ο Θεός του μικρού Moses όμως, δε φαίνεται να είναι τέτοιος.

Διαβάστε ΕΔΩ τη συνέχεια του άρθρου…

]]>
«Ο Κατηραμένος Όφις», Ανάλυση (4 από 6) https://petrosevag.gr/%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b7%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82-%cf%8c%cf%86%ce%b9%cf%82-%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%bb%cf%85%cf%83%ce%b7-4/ Fri, 12 Nov 2021 16:25:00 +0000 https://petrosevag.gr/?p=4976 «Ο Κατηραμένος Όφις», Ανάλυση (4 από 6) Περισσότερα »

]]>
Λίγα ακόμη σημεία, με τυχαία σειρά:

i) Τι είναι άραγε ο Τομέας Β΄;

Στο βιβλίο δεν υπάρχει καμία σαφής εξήγηση. Μονάχα στην αλληγορική ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται ότι εκεί κατοικεί το έτερον ήμισυ του Αδάμ-2. Αυτό βέβαια δε μας βοηθά και πολύ, προκειμένου να κατανοήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει στον πραγματικό Τομέα Β΄ και γιατί το όνομά του πέρασε στα οράματα, στην ιστορία του πρωταγωνιστή και μέσω αυτού στην ιστορία του κόσμου όλου.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Τομέας Β΄ φανερώνει ένα όριο, μέχρι το οποίο μπορεί να φτάσει αλλά όχι να υπερβεί ο άνθρωπος. (Κάποιοι θα πρότειναν πως φανερώνει και μέχρι πού εκτείνεται η υποκρισία των δημιουργών του κάθε «Παραδείσου»…) Ο μικρός Moses δεν κατορθώνει ποτέ να προχωρήσει πιο πέρα από εκείνο το σημείο – στην εκδοχή φυσικά που παραμένει στο αγρόκτημα, που βιάζεται κτλ. Το όριο αυτό, η πινακίδα με την παράξενη επιγραφή, πολύ αναμενόμενα, γίνεται ένας θρύλος στα μάτια του μικρού. Ελάχιστες λέξεις, χαμένες στο μυστήριο. Και ποτέ δε μαθαίνει κάτι περισσότερο για τον Τομέα Β΄, ο οποίος βρίσκεται πέρα από τις γνώσεις των θνητών. Δε μαθαίνει τίποτε ούτε καν αργότερα, όταν σαν δολοφονικός Νίκος Μανωλόπουλος επιστρέφει για να σκοτώσει. Ούτε όταν «αργότερα» -για την ακρίβεια, νωρίτερα- σαν μικρός Moses Ιωάννου δραπετεύει για να σωθεί. Ο Τομέας Β΄ παραμένει το αιωνίως «έπειτα». Μάλιστα ο αφηγητής μάς διηγείται:

«Σε όλες τις ιστορίες που θα γραφτούν και θα μιλούν για τούτη τη μέρα και αυτόν τον άνθρωπο, δε θα αναφέρεται πουθενά τι ήταν τελικά ο Τομέας Β΄. Έχει καμιά σημασία όμως; Χρειάζεται η γνώση τούτη προκειμένου να ενωθεί κάποιος με τον Θεό ή ίσως το Σύμπαν; Και τέλος πάντων […] αν σε κάποια από τις διάφορες εναλλακτικές πραγματικότητες ο Τομέας Β΄ ήταν το αγρόκτημα ενός γείτονα, σε κάποια άλλη μπορεί να ήταν απλά ο χώρος μιας αποθήκης του θείου. Ή ίσως μια παλιά, ξεχασμένη εκκλησία. Ή ίσως ένα νεκροταφείο. Μια παιδική χαρά. Ή ένας άδειος κόσμος».

Επομένως, κανείς δεν πρόκειται να μάθει. Μόνο να υποθέσει μπορεί. Ωστόσο, επειδή αυτή η ανάλυση γράφτηκε ως ένα «λυσάρι» με απαντήσεις και όχι για να εισάγει περισσότερη περιπλοκότητα στην ήδη υπάρχουσα, θα πω ότι στη δική μου σκέψη ο Τομέας Β΄ είναι δύο πράγματα, το ένα μεταφορικό, το άλλο όχι:

α) Πρόκειται για το σύμβολο, το ασύλληπτο διαχωριστικό τείχος, το οποίο όμως αν κάποιος υπερβεί, θα συναντήσει το άλλο του μισό, όχι οπωσδήποτε ειδικά με την ερωτική έννοια αλλά, ευρύτερα, με την υπαρξιακή. Ο πρωταγωνιστής, ο οποίος δεν είναι ούτε ετεροφυλόφιλος ούτε ομοφυλόφιλος, ο οποίος δεν ξέρει κι αυτός τι είναι, ο οποίος δεν αγάπησε ποτέ, και κυρίως δεν τον αγάπησαν, ψάχνει εκεί μια απάντηση, ένα συμπλήρωμα, μια διέξοδο. Συνήθως οι πολλοί δεν τη βρίσκουν, ούτε σε έναν «επιτυχημένο» γάμο ή σε μια σχέση. Δεν τη βρίσκουν ούτε σε μια λαμπρή καριέρα, στα ταξίδια, ή ακόμη κι αν «ακολουθήσουν το όνειρό τους». Ποτέ δε μαθαίνουν τι είναι ο Τομέας Β΄ ή πού βρίσκεται.

Η ίδια η Μαρία Οικονομοπούλου, με άλλα λόγια ο δεύτερος εαυτός του Νίκου (ή ίσως το άγνωστο Ον που του έδειχνε το όνειρο), του λέει κάπου ότι: «Ο Παράδεισος δεν ήταν μία ευκλείδεια, επίπεδη επιφάνεια. Ούτε ο φράχτης ήταν μία κάθετη λωρίδα που χώριζε στα δύο αυτή την επιφάνεια. Ο Παράδεισος ήταν στην πραγματικότητα ένας διάδρομος. Ήταν “η στενή και τεθλιμμένη οδός” εκείνου του παλιού Ευαγγελίου, που όφειλαν οι Πρωτόπλαστοι να περπατήσουν». Και λίγο παρακάτω: «Ο φράχτης που χώριζε τους δύο τομείς δε βρισκόταν, ας πούμε, κάπου στο μέσο αυτού του αδιανόητου διαδρόμου. Ήταν κι ο ίδιος ένας διάδρομος από μόνος του, ένας ακόμη δυσεπίλυτος γρίφος. Ένας διαφορετικός, παράξενος κόσμος».

Επομένως, οι περισσότεροι άνθρωποι θα αποτύχουν όχι μόνο να υπερβούν τον τρομακτικό φράχτη που οδηγεί στον Τομέα Β΄, αλλά ούτε καν θα τον βρουν (ή θα καταλάβουν τι είναι). Θα μείνουν μόνοι, χωρίς να συναντήσουν και απολαύσουν αυτό το παράξενο, υπέροχο «κάτι άλλο» που βρίσκεται εκεί. Μάλιστα, η διήγηση φτάνει στο σημείο να μας πει ότι, κοιτώντας ο Αδάμ-2, ο δυστυχισμένος, ο αιώνιος Αναζητητής, «μέσα από τα συρματοπλέγματα, που ανέβλυζαν σπίθες και θάνατο, δεν έβλεπε, όπως νόμιζε, στα πρώτα μέτρα του Τομέα Β΄ αλλά στα τελευταία του Τομέα Α΄…». Θαρρείς και τα τελειότερα όνειρά μας τελικά μας δείχνουν όχι τα «πρώτα μέτρα» ενός άλλου, καλύτερου κόσμου αλλά ξανά αυτόν εδώ, ντυμένο όμως με ελπίδα.

β) Η μη συμβολική απάντηση στο ερώτημα «τι υπάρχει στον Τομέα Β΄;» (διότι κάτι τελικά υπάρχει) είναι: Η Μαρία Οικονομοπούλου! Από πού φαίνεται όμως αυτό;

Καταρχήν, υπαινικτικά, από το ότι στον Τομέα Β΄ της αλληγορικής διήγησης κρυβόταν μια γυναίκα. (Η οποία τελικά δεν αγαπούσε τον Αδάμ-2, αλλά απλά ήθελε να ξεφύγει από τον δικό της αποπνικτικό κόσμο.) Όσο για τον Νίκο Μανωλόπουλο, η μόνη γυναίκα την οποία φαίνεται να επιθύμησε, ή καν να γνώρισε (!) στη ζωή του, ήταν η Μαρία.

Δεύτερο, πιο φανερό, σημείο είναι η σκηνή της συνάντησης με τη μητέρα και την κόρη-μωρό, στο τέλος του βιβλίου. Αφού βγει από ένα σημείο του παράξενου αυτού Τομέα, ο μικρός Moses περπατά για λίγη ώρα στον μοναδικό δρόμο που βρίσκεται εκεί, ώσπου βρίσκει τις δυο τους πλάι σε ένα δέντρο. Η μητέρα μιλά στο τηλέφωνο με μια φίλη της και λέει ότι βρίσκεται εκεί (κάνοντας βόλτα το μωρό προφανώς) περιμένοντας τον άντρα της να έρθει να τις πάρει.

Για να το πω με περισσότερη λεπτομέρεια, ο Τομέας Β΄ ήταν ένα άλλο αγρόκτημα, στο οποίο τον καιρό που υιοθετήθηκε, και στη συνέχεια βιάστηκε και κακοποιήθηκε ο μικρός Moses, είχαν το εξοχικό τους οι γονείς της Μαρίας. Η οικογένεια πήγαινε εκεί τα καλοκαίρια, αλλά και σε κάποιες άλλες ευκαιρίες. Ο Moses δε συναντήθηκε ποτέ μαζί της όσον καιρό βρισκόταν στο κτήμα, όχι μόνο επειδή αυτοί έλειπαν κατά το μεγαλύτερο τμήμα του έτους στη μόνιμη κατοικία τους στην πόλη, αλλά και επειδή περνούσε στην ηλικία τη Μαρία οχτώ ολόκληρα χρόνια. Δεν ήταν ποτέ συμμαθητές στο σχολείο, ούτε φίλοι – ίσως μόνο να συναντήθηκαν στο χωριό τυχαία. Γνωρίστηκαν αργότερα, ως ενήλικοι και συνεργάτες στην ίδια εταιρεία, σε κάποια πλούσια χώρα της Ευρώπης. Στο μοιραίο περιστατικό, όπου τον κατηγορεί για βιασμό, αυτή είναι είκοσι δύο ετών και αυτός τριάντα.

Το ενδιαφέρον εδώ είναι, ότι η οικογένεια της Μαρίας φαίνεται να μην έμαθε τίποτε για τη φριχτή περιπέτεια του μικρού Moses. Αλλά και αν κάτι κατάλαβε, δεν προσέτρεξε σίγουρα σε βοήθεια. Όπως δηλαδή και όλοι οι υπόλοιποι στο χωριό. Η δεύτερη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, η πιο ειρωνική, είναι ότι πάντα η Μαρία βρισκόταν κάπου εκεί κοντά, όταν ο Moses/ Νίκος κινδύνευε και υπέφερε. Με αυτήν γειτόνευε μικρός, από αυτήν προδόθηκε και καταδικάστηκε μεγάλος. Σε κάθε ηλικία, σε κάθε εναλλακτικό μέλλον.

Τελικά, το έτερόν του ήμισυ δε βρισκόταν στον Τομέα Β΄ – αυτό ήταν μια μεγάλη πλάνη. Το έτερόν του ήμισυ -όχι όμως με τη μορφή ενός έρωτα- ήταν η θετή του μητέρα, που τον είχε τόση ανάγκη, και ο θετός του πατέρας, ο οποίος, όντας ο ίδιος πολύ ικανός και σπουδαίος, θα μπορούσε να εκτιμήσει τις ιδιαίτερες ικανότητες του μικρού, και όχι να τον φοβηθεί και να φύγει, όπως ο πραγματικός του πατέρας, ή να τον βασανίσει, όπως έκανε η θεία του.

ii) Αν ξαναδιαβάσουμε το βιβλίο, παρατηρούμε πως στο πρώτο τμήμα της ιστορίας ο Νίκος δεν έχει ιδέα (ή ίσως υποκρίνεται πως δεν έχει ιδέα) για την ίδρυση της τρομοκρατικής οργάνωσης και την καταστροφή που έφερε στον κόσμο ο… εαυτός του! Γιατί; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: Επειδή ακόμη δεν το έχει κάνει! Το όραμα αυτό, όπως είπαμε, λειτουργεί ως ένα χρονικό παράδοξο, όπου δεν είμαστε σίγουροι αν ήταν ο Νίκος Μανωλόπουλος που ΑΡΧΙΚΑ έπραξε όσα έπραξε – ή ήταν κάποιος, ένα ανώνυμο Ον, καλό όπως ο Θεός, ή ίσως κακό, ένας Κατηραμένος Όφις, που τον οδήγησε μέσω κάποιου χρονικού παραδόξου να πορευτεί σε ένα πεπρωμένο που δεν είχε ποτέ του φανταστεί.

Καθώς η διήγηση της Μαρίας Οικονομοπούλου εξελίσσεται, διαπιστώνουμε, σε αυτή την νέα ανάγνωση, πως ο Νίκος δεν έχει ιδέα ακόμη και για όσα διαδραματίστηκαν κατά την παιδική του ηλικία, την παραμονή του στο αγρόκτημα, τους βιασμούς και όλα τα υπόλοιπα. Κι αυτό ωστόσο το παράδοξο έχει μια εύκολη απάντηση: Επειδή το συνολικό όνειρο, εκείνο που περιέχει όλα τα όνειρα και όλες τις εναλλακτικές πραγματικότητες μέσα στον τεράστιο εαυτό του (ένα “Container” όνειρο, όπως θα το ονόμαζε η εγγονή του), το βλέπει ο ανήλικος εαυτός του ΠΡΟΤΟΥ συμβούν όλα αυτά. Κάποιος εξαιρετικά παρατηρητικός αναγνώστης όμως θα μας εφιστούσε την προσοχή στην άγνοια του Νίκου ακόμη και για τα προηγούμενα χρόνια του μικρού εαυτού του, την εγκατάλειψη από τον πατέρα του, την απώλεια της μητέρας του, τον εγκλεισμό στο ορφανοτροφείο. Ο Νίκος Μανωλόπουλος, αν τελικά υπάρχει αυτό το ον στα αλήθεια, για ακόμη μια φορά μοιάζει να μην έχει ζήσει, αλλά να βλέπει μέσα από τα μάτια ενός υπερκόσμιου Δημιουργού το μέλλον του και όλα τα εναλλακτικά μέλλοντα προτού έρθει στη Γη. Μήπως λοιπόν θα ήταν πολύ καλό, ωφέλιμο για όλους και φυσικά για τον ίδιο, να μη γεννηθεί καν; Εδώ, ο ίδιος εκείνος διορατικός αναγνώστης (αναρωτιέμαι αν ένας τέτοιος υπάρχει πουθενά ή πρόκειται για μια αδιανόητη περίπτωση, σαν τον Νίκο Μανωλόπουλο), έχοντας διαβάσει όλα τα προηγούμενα, θα μας πει ότι κι εδώ η απάντηση είναι προφανής: Όλα, όλο το βιβλίο, είναι το μεγάλο και παράξενο όνειρο της Isla MacLerie, μητέρας του Moses ή Νίκου, προτού τον συλλάβει μέσα στο σώμα της…

Διαβάστε ΕΔΩ τη συνέχεια του άρθρου…

[Η φωτογραφία, ευγενική χορηγία της Belinda Fewings]

]]>
«Ο Κατηραμένος Όφις», Ανάλυση (3 από 6) https://petrosevag.gr/%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b7%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82-%cf%8c%cf%86%ce%b9%cf%82-%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%bb%cf%85%cf%83%ce%b7-3/ Thu, 11 Nov 2021 15:41:30 +0000 https://petrosevag.gr/?p=4957 «Ο Κατηραμένος Όφις», Ανάλυση (3 από 6) Περισσότερα »

]]>
Όλα λοιπόν είναι ένα όνειρο και η μεγάλη ερώτηση είναι: «Ποιος το βλέπει»; Όχι. Το μυθιστόρημα προχωρά πέρα και από αυτά, προτείνοντας και άλλες εξηγήσεις. Τα πάντα είναι περίπλοκα, ή σωστότερα, περιπλεγμένα. Διότι δεν υπάρχουν πολλά νήματα ερμηνειών και εμείς διαλέγουμε εκείνο που νομίζουμε πιο σωστό ή πιο αρεστό στις προτιμήσεις μας. Αντίθετα, τα νήματα αυτά έχουν τυλιχτεί το ένα γύρω από το άλλο, δύο-δύο, πολλά-πολλά μαζί, και αλλού μοιάζουν να ξεμπλέκονται, ενώ αλλού φαίνονται ότι μπλέκουν και τους ήρωες μέσα στις πιθανές εξηγήσεις τους. Ας παραθέσουμε μερικές ακόμη:

Α) Είναι πιθανό ο Νίκος να είναι νεκρός. Δε γνωρίζουμε από πότε. Ίσως από τη νύχτα που αυτοκτόνησε∙ ίσως η απόπειρα ήταν επιτυχής. Ή ίσως ακόμη και η ίδια η αυτοκτονία ήταν μία ψευδαίσθηση μέσα στο άπειρο πλήθος των ψεμάτων με τα οποία ένας αυτόχειρας παλεύει στην κόλαση. Στο τρίτο τμήμα του βιβλίου η εγγονή του δίνει μια τέτοια ερμηνεία:

«Αν κάποιος βρίσκεται στην κόλαση κι είναι νεκρός, μπορεί να κάνει όσα είδαμε να κάνει αυτός ο άντρας. Επειδή δεν ανήκει πλέον σε καμιά εποχή και μπορεί να ονειρεύεται -στα στιγμιαία διαλείμματα ανάμεσα στα ατελεύτητα βάσανά του-, μπορεί να κυνηγά αιώνια -μάταια- τον ίσκιο του και να ξυπνά πάλι και πάλι μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Επειδή ποτέ δεν ξυπνά και ποτέ δεν ονειρεύεται στα αλήθεια και από όσα κάνει κερδίζει μόνο το μηδέν».

Στην αρχή του δεύτερου τμήματος έχουμε μια ηπιότερη εκδοχή, όχι πλέον μία κόλαση, αλλά μια ζωή ωστόσο αδιέξοδη, παράλογη, ακατανόητη. Όταν ξυπνά στο έτος 2025, ο Νίκος θυμάται το ποίημα «Άννα», που μιλά για την Άννα Καρένινα του γνωστού μυθιστορήματος του Τολστόι. Το ποίημα που έγραψε ο Νίκος όμως διαδραματίζεται μετά το τέλος της εξιστόρησης του μεγάλου συγγραφέα, σε εκείνον τον κόσμο για τον οποίο υπάρχουν τόσες υποθέσεις…

Η ιδέα αυτή φυσικά δεν είναι πρωτότυπη, αλλά υπάρχει σε πολλά μυθιστορήματα και ταινίες και προέρχεται, όπως νομίζω, από την πίστη της Καθολικής Εκκλησίας σε ένα μεταβατικό στάδιο όπου -κάποιες- ψυχές υποφέρουν, όχι όσο στον Άδη, και ως εκ τούτου εξαγνίζονται. Η ιδέα αυτή στον χώρο της λογοτεχνίας και της Τέχνης έχει απομακρυνθεί από το θρησκευτικό της ένδυμα (να σημειώσω πως για την Ορθόδοξη Εκκλησία πρόκειται για μια τελείως αιρετική άποψη) και έχει μετασχηματιστεί συχνά σε μία αμφίβολη, ατέρμονη ζωή, όπου οι νεκροί δεν κατανοούν την κατάστασή τους, φοβούνται, ψάχνουν για μια διέξοδο, όμως κάθε φορά επιστρέφουν στο ίδιο σημείο:

ANNA

Εδώ και αρκετά πρωινά
συμβαίνει να ξυπνά τρομαγμένη,
μούσκεμα στον ιδρώτα.
Κι αναρωτιέται:
«Πού έχουν πάει όλοι στο σπίτι;
Γιατί με αφήσαν ΠΑΛΙ μόνη;».

Όμως τότε αρχίζει θαμπά
να θυμάται
-αχ, Άννα Καρένινα!-
πως κάτι φριχτό συνέβη εκεί,
στις ράγες του τρένου…

Μάλιστα, ο Νίκος, αφού ξυπνήσει από το τεράστιο όραμά του με τη Μαρία Οικονομοπούλου και θυμηθεί την ύπαρξη αυτού του ποιήματος, αναρωτιέται:

«Τι βλέπει άραγε γύρω του κάποιος που έχει πεθάνει; Και ένα ακόμη πιο τολμηρό ερώτημα: Το… γνωρίζει; (Σε αυτό το σημείο είχε σταματήσει για λίγη ώρα και είχε μείνει να κοιτάει το χαρτί.)»

Σε ένα άλλο σημείο, στο τέλος του πρώτου τμήματος, όταν του αποκαλύπτεται πως η Μαρία δεν ήταν φίλη αλλά κατάσκοπος και τον πρόδωσε, ο Νίκος σκέφτεται τα εξής – παραθέτω ολόκληρο το απόσπασμα αυτούσιο:

«Υπάρχει πρόοδος άραγε μετά τον θάνατο; Ο Νίκος αισθάνθηκε ξαφνικά πως είχε πεθάνει πριν χρόνια αμέτρητα, και όμως εξακολουθούσε να υποφέρει, να εξελίσσεται, να πορεύεται. Πού; Πώς; Ποιος; Σαν να είχαν χαθεί όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο και αυτός είχε παραμείνει ο μοναδικός, μοναχικός θεατής ενός άπειρου, ακατανόητου σύμπαντος. Και τα έβλεπε ξαφνικά όλα με μια τέλεια διαύγεια. Έτσι συμβαίνει άραγε μετά τον θάνατο; Βλέπεις τα πάντα, αλλά όχι αυτά εσένα; Είσαι εδώ και ταυτόχρονα παντού; Η τραχύτητα εκείνης της πανάρχαιας Βαβυλώνας και η κομψότητα της Νέας Υόρκης βρίσκονται στο ίδιο σημείο μέσα στον αχανή πλέον νου σου; Καθρεφτίζεται το παν παλλόμενο και στατικό στα ακοίμητα μάτια σου, πολύμορφο και όμως απλό; Καταργήθηκε για πάντα η κίνηση, επειδή ορίζεται μόνο στον χρόνο, αλλά «χρόνος οὐκέτι ἔσται»; Πλησιάζει η αιώνια Βασιλεία, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ, με την έννοια της ύπαρξης που όλοι γνωρίζουμε, κι εσύ, όντας πεθαμένος και ζωντανός, το γνωρίζεις αλλά δεν ελπίζεις;»

Β) Πιθανόν το μυθιστόρημα δεν πρόκειται καν για την τραγική ιστορία ενός αγοριού που βιάστηκε, ενός άντρα που απομονώθηκε – και ύστερα έφερε στον κόσμο το κακό. Πιθανόν αυτός ο άντρας, αυτό το αγόρι να ήταν εξαρχής η αιτία του κακού και των βασάνων των άλλων! Στον μοναδικό διάλογο της θείας και του θείου που διασώζεται, ακούμε τη θεία να διατυπώνει μια παράξενη θεωρία: Ότι ο πατέρας του αγοριού εγκατέλειψε την οικογένεια -και δεν επέστρεψε καν αργότερα να παραλάβει το ορφανό όταν η γυναίκα του πέθανε- όχι επειδή ήταν ένας ανήθικος άνθρωπος, αλλά επειδή φοβόταν… Ο θείος μοιάζει να ξέρει κάτι και δείχνει πως βιάζεται να τελειώσει γρήγορα αυτή η συζήτηση. (Του αρέσει το αγόρι και δε σκοπεύει να το αποχωριστεί τόσο εύκολα.) Η θεία ωστόσο επιμένει και λέει πως ο πατέρας φοβόταν το ίδιο του το παιδί! Μάλιστα, στη συνέχεια λέει πως δεν ήταν ιδέα της μόνο, αλλά πως το αγόρι εμφάνισε παράξενη συμπεριφορά, ακόμη και σε εκείνες τις λίγες μέρες που το φιλοξενούσαν στο σπίτι τους. Για παράδειγμα, ήξερε πράγματα που δεν ήταν δυνατόν να ξέρει.

Αυτό το διαπιστώνουμε κι εμείς όταν παρακολουθούμε το αγόρι να βρίσκει την τανάλια που χρειαζόταν, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι του υπογείου, και να γνωρίζει όλες τις ενέργειες που απαιτούνταν για την απόδρασή του, σαν ένας έμπειρος ενήλικας.

Συνεχίζουμε να έχουμε δείγματα αυτής της παράξενης, όχι αντίστοιχης ενός παιδιού συμπεριφοράς, όταν μιλά ιδιαιτέρως στο μωρό Μαρία Οικονομοπούλου και την απειλεί πως το σωστό ήταν να σκοτώσει αυτήν και τη μάνα της με την τανάλια, αλλά ευτυχώς για αυτήν δε θα το κάνει. Τα λόγια, οι ενέργειες, τα αισθήματα, σαφώς δεν ανήκουν σε ένα παιδί. Ούτε καν σε έναν φυσιολογικό ενήλικα.

Σημείωση: Να τονίσουμε εδώ πως όλα όσα έχουν ειπωθεί ως τώρα ως πιθανές ερμηνείες της ιστορίας δεν εμφανίζονται μόνο στα χωρία που παρατέθηκαν, αλλά διατρέχουν ολόκληρο το μυθιστόρημα. (Γι’ αυτό και μια δεύτερη ανάγνωση θα αποκαλύψει πολλά.) Για παράδειγμα, στη σελ. 80 η Μαρία αναπτύσσει μια θεωρία στον Νίκο για το πόσο άσχημη θα ήταν η ζωή στον Παράδεισο (της καρικατούρας-Παλαιάς Διαθήκης), όχι μόνο για τα προφανή θύματα, τον Αδάμ-2 και την Εύα-1, αλλά και για τους άλλους δύο, που υποτίθεται ότι το απολάμβαναν. Εκεί λοιπόν φέρνει την εικόνα ενός άπειρου σε μήκος διαδρόμου, στον οποίο περπατώντας ο κυνηγός του τέρατος, αντιλαμβάνεται, έπειτα από αιώνες, πως το θήραμά του ήταν ο ίδιος! Τότε ο Νίκος λέει: «Ο νεκρός που ψάχνει μια επιστροφή ανάμεσα στους ζωντανούς;». Η υπόθεση του ζωντανού-νεκρού, όπως και οι υπόλοιπες ερμηνείες, υπάρχουν σε ολόκληρο το βιβλίο. Μάλιστα, ενώ οι διάφορες ερμηνείες που παραθέσαμε είναι αμοιβαία αποκλειόμενες, ταυτόχρονα είναι απαραίτητες όλες για το χτίσιμο του μύθου, του μυστηρίου που δεν τελειώνει με το τέλος.

Γ) Κι εδώ ερχόμαστε σε άλλο ένα κρίσιμο ερώτημα, που διαμορφώνει και αυτό τη στάση μας σχετικά με το τι έχει συμβεί: Τι ακριβώς γίνεται στο τέλος; Όταν ο μικρός συναντά, μέσα σε απερίγραπτο φως, τους νέους του, θετούς γονείς και απαντά στη γυναίκα του Απόστολου Μανωλόπουλου ότι τον λένε «Νίκο»; Όπως είπαμε και στην αρχή, μία ερμηνεία, η οποία προφανώς θα είναι εκείνη που θα σκεφτούν οι περισσότεροι αναγνώστες -και με την οποία ο συγγραφέας θα ήταν πολύ χαρούμενος και ικανοποιημένος- είναι ότι ο μικρός κατόρθωσε τελικά να διαφύγει από τους (μελλοντικούς) δημίους του και ξεκινά μια νέα ζωή. Είναι όμως έτσι; Τα επόμενα δεν αποτελούν απάντηση αλλά επιπλέον υλικό για σκέψη. Εξάλλου, είναι πλέον φανερό πως δεν υπάρχει οριστική -και κυρίως ΜΙΑ- απάντηση.

Σε όλο το μυθιστόρημα γνωρίζουμε πως ο πρωταγωνιστής λέγεται «Νίκος», ενώ κάπου στο τέλος του πρώτου τμήματος μαθαίνουμε πως το επώνυμό του είναι «Μανωλόπουλος». Στην αρχή του τελευταίου τμήματος ωστόσο μαθαίνουμε πως το εννιάχρονο αγόρι, όταν πήγε να μείνει στο αγρόκτημα του θείου, ονομαζόταν «Moses Ιωάννου». Η θεία στον διάλογό της με τον άντρα της αναφέρει ότι το “Moses”, δηλαδή «Μωυσής», ίσως προκαλεί φαντασιώσεις στο παιδί και ιδέες μεγαλείου, ενώ ένα πιο φυσιολογικό όνομα θα ήταν του πεθερού της, το «Νίκος»…

Καθώς λοιπόν το αγόρι δραπετεύει από το κτήμα, ακυρώνει κάθε εναλλακτική πραγματικότητα που είχε δει στα οράματά του, από τις οποίες μόνον οι κυριότερες έχουν αναφερθεί στο μυθιστόρημα. Συναντώντας όμως, χωρίς να το σκοπεύει ή να το έχει υποπτευθεί, έναν άντρα που λέγεται «Μανωλόπουλος», και επιλέγοντας ως το νέο του όνομα το «Νίκος» που πρότεινε η θεία ως φυσιολογικό, μοιάζει πως ο καταραμένος κύκλος από τον οποίο είχε προσπαθήσει να ξεφύγει, αρχίζει πάλι… Είναι αλήθεια αυτό; Όλοι μας ελπίζουμε πως όχι!

Δ) Συναφές με το προηγούμενο ερώτημα, δηλαδή το τι συμβαίνει στο τέλος, είναι και εκείνο που θα παρατηρούσε ένας προσεκτικός αναγνώστης: Ότι σε αυτό το τελευταίο τμήμα η περιγραφή της φύσης, του ήλιου, των αντικειμένων του σπιτιού, των ανθρώπων, του περπατήματος του αγοριού, το καθετί, μοιάζει βυθισμένο σε μια εξωτική, υπερκόσμια ατμόσφαιρα -την ίδια ώρα που η ομίχλη ενός παρελθόντος το οποίο δεν έχει ακόμη συμβεί, σέρνεται σε κάθε γωνιά-, λες και πρόκειται για τμήμα μιας ταινίας ή… ενός ονείρου!

Θα αποκαλύψω πως είχα στο μυαλό μου και αυτή την πιθανότητα: Μετά την τελευταία λέξη του αγοριού να ακολουθεί μία ακόμη, σύντομη σκηνή, όπου ξυπνάει από ένα παράξενο όραμα, αυτή τη φορά όμως η μητέρα του αγοριού, δέκα χρόνια πίσω στον χρόνο, προτού το συλλάβει στην κοιλιά της ακόμη, και σκέφτεται πως ό,τι είδε δεν ήταν ένας απλός εφιάλτης αλλά κάτι με σημασία. Καταλαβαίνει τότε πως με τον συγκεκριμένο άντρα που αγάπησε πρόκειται να γεννήσει στο κοντινό μέλλον ένα τέρας που θα καταστρέψει την ανθρωπότητα. Έτσι, προτού συμβεί κάτι τέτοιο, τον εγκαταλείπει και φεύγει μακριά. (Και φυσικά κανείς δεν είναι σίγουρος, εφόσον δε γεννά ποτέ αυτό το μωρό, αν επρόκειτο για κάποιο αληθινό όραμα ή διέπραξε μια απερισκεψία.)

Αποφάσισα ωστόσο ότι αυτό ήταν too much, τόση πολλή πολυπλοκότητα και τόσες αναιρέσεις των αναιρέσεων (ήδη είναι όλα υπερβολικά για έναν συνηθισμένο αναγνώστη) και έτσι σταμάτησα την εξιστόρηση ακριβώς στο σημείο που ο μικρός προφέρει το νέο όνομά του. Εξάλλου, αυτό το τέλος περιείχε πολλή αισιοδοξία και φως, καθώς και ένα χρήσιμο μήνυμα για όποιον διάβασε την ιστορία!

Διαβάστε ΕΔΩ τη συνέχεια του άρθρου…

[Η φωτογραφία προέρχεται από την ταινία «Άννα Καρένινα» του 2012
και δείχνει την πρωταγωνίστρια Keira Knightley.]

]]>
«Ο Κατηραμένος Όφις», Ανάλυση (2 από 6) https://petrosevag.gr/%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b7%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82-%cf%8c%cf%86%ce%b9%cf%82-%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%bb%cf%85%cf%83%ce%b7-2/ Thu, 11 Nov 2021 11:12:10 +0000 https://petrosevag.gr/?p=4946 «Ο Κατηραμένος Όφις», Ανάλυση (2 από 6) Περισσότερα »

]]>
Θα επανέλθω σε όσα διαδραματίζονται ή υπαινίσσονται στο τέταρτο τμήμα, αλλά όχι προτού ολοκληρωθεί η συζήτηση που ξεκινήσαμε στην αρχή: Τι συμβαίνει τελικά σε αυτό το μυθιστόρημα; Έχουμε ήδη μία πρώτη υπόθεση, που είναι και η βασική:

1) Κάποιος άντρας οραματίζεται το μέλλον του και φροντίζει να το επαληθεύσει. Κάποιο αγόρι βλέπει το μέλλον του, που είναι και το μέλλον αυτού του άντρα (αλλά ταυτόχρονα και το παρελθόν του) και φροντίζει να το ακυρώσει. Προφανώς υπερισχύουν οι πράξεις του αγοριού, ως προγενέστερες. Αυτή είναι η πρώτη και βασική υπόθεση, την οποία θα καταλάβει ο μέσος αναγνώστης, και θα είμαι πολύ ευτυχής αν μείνει τελικά σε αυτήν, χωρίς περαιτέρω αναλύσεις/ υποθέσεις, και απολαύσει την υπέροχη ελπίδα του τέλους!

Για τους αναγνώστες ωστόσο που «τα θέλουν όλα», και ένα τέλος δίχως τέλος, ή μάλλον ένα τέλος που αποτελεί την αρχή χιλιάδων πραγμάτων, θα παραθέσω και μια σειρά από άλλες υποθέσεις για το τι έχει συμβεί. Τις αναφέρω χωρίς σειρά σπουδαιότητας ή σειράς εμφάνισης μέσα στο βιβλίο:

2) Ο πρωταγωνιστής δεν είναι απλός άνθρωπος αλλά ένα υπερφυσικό πλάσμα που δημιουργεί, καταστρέφει και ξαναδημιουργεί νέους κόσμους, ώσπου να φτάσει σε μια τελική εκδοχή τους, την καλύτερη ή ωφελιμότερη. Εναλλακτικά, θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πως συμμετέχει στη δημιουργική ενόραση του Θεού πριν πλάσει τον κόσμο, και «είδε» μέσα από αυτήν τα πάντα. Βέβαια, από καθαρά θεολογική άποψη, κάτι τέτοιο είναι τελείως λάθος, όχι τόσο επειδή με κανέναν δεν έκανε συμβούλιο ο Θεός για τη δημιουργία του κόσμου (εξάλλου δεν υπήρχε και κανείς για να τον συμβουλευτεί), όσο επειδή ο Θεός δε σκέφτεται, δε «νοεί», ούτε κάνει υπολογισμούς, διορθώσεις λαθών, ούτε φυσικά και λάθη ή εκτιμήσεις μιας κατάστασης κτλ., όπως ένας άνθρωπος με περιορισμένη νοημοσύνη. Έχει «δει» προαιωνίως τα πάντα και όλες Του τις πράξεις.

3) Μια τρίτη εκδοχή: Αυτός που ονειρεύεται δεν είναι ο Νίκος Μανωλόπουλος, ή Moses Ιωάννου, αλλά ένας άλλος άνθρωπος. Ποιος θα μπορούσε όμως να είναι; Η Μαρία Οικονομοπούλου διηγείται κάπου ότι: «Τα μικρά πουλιά στην παλιά, και σχισμένη σε σημεία, μπεζ ταπετσαρία του ξενοδοχείου που τον φιλοξένησε τις πρώτες νύχτες μετά τη φυγή του από το σπίτι, έδειχναν ιδιαίτερα ικανά στο να του δημιουργούν τερατώδη όνειρα. Όνειρα, που ίσως τελικά ήταν η πραγματικότητα». Σε κάποια από αυτά «δεν ήταν ο ανιψιός που κακοποιούνταν αλλά ο θείος που κακοποιούσε. Αλήθεια, τι όνειρα λες να έβλεπε ο θείος στις μακρές νύχτες που ακολούθησαν; Τι σκεφτόταν στις άδειες του μέρες;».

Ο θείος, ο οποίος, γνωρίζοντας το φριχτό πάθος του που δεν τολμούσε ούτε η γυναίκα του να αναφέρει στις ιδιαίτερες συνομιλίες τους, βλέπει πόσο όμορφος είναι ο ανιψιός του και πόσα θα μπορούσαν να κάνουν (ή έχουν κάνει) οι δυο τους, και ονειρεύεται, ξανά και ξανά, μια ζοφερή πραγματικότητα. Όσα ονειρεύεται συνέβησαν στο παρελθόν, κατά τα προηγούμενα εννιά χρόνια; Ή μήπως βρίσκεται ακόμη στην Έκτη Ημέρα που το παιδί είναι εκεί, και προφητεύει το μέλλον; Εδώ κρύβεται ένας αδιόρατος υπαινιγμός, που αναφέρεται ξεκάθαρα λίγο πιο κάτω στο κείμενο:

4) «Ίσως όλη η τραγική ιστορία των βιασμών και των αυτοκτονιών που μόλις σου διηγήθηκα, να μη συνέβη ποτέ στα αλήθεια, αλλά εκείνος να ήθελε πολύ συμβεί. Ώστε να πιστέψει πως έστω κάτι συμβαίνει;» Σε αυτή την ερμηνεία, το παιδί ή ενήλικας Νίκος/ Moses ΔΕΝ έχει υποστεί βιασμούς, ίσως ούτε καν έζησε με κάποιον θείο ή θεία, αλλά χαμένο σε όνειρα και ψευδαισθήσεις, φαντάζεται τον εαυτό του ως ένα τραγικό θύμα.

5) Σε άλλα όνειρα ήταν η θεία. Η οποία, διαπιστώνοντας εκείνες τις πρώτες ημέρες που φιλοξενούνταν το παιδί στο σπίτι, προς τα πού πηγαίνουν τα πράγματα, ονειρευόταν την εφιαλτική συνέχεια. Ίσως βέβαια και όλα τούτα να ήταν απλά μια συνέχεια του προφητικού ονείρου με τη μητέρα της. Ίσως πάλι και να συνέβησαν αφότου ο νεαρός δραπέτευσε από το σπίτι. Ποιος μπορεί να πει;

6) Άλλοτε αυτός που ονειρευόταν ήταν άντρας και άλλοτε γυναίκα. «Τα φύλα είχαν χαθεί, είχαν λειώσει, είχαν ενωθεί σε ένα κοινό “ποτό” και ομογενοποιηθεί». Εδώ έχουμε μια σαφή σύνδεση με όλον τον προβληματισμό που διατρέχει το κείμενο για το τι είναι ο πρωταγωνιστής, σε ποιο φύλο ανήκει – ή ακόμη και σε ποιο ζωικό είδος! Είναι ο Αδάμ Ένα ή ο Δύο; Ποια από τις δύο Εύες; Μήπως είναι η άφυλη ρομποτική θεότητα που τους δημιούργησε; Ή ο «άγνωστος Θεός», που βρίσκεται από όλα αυτά πίσω; Ο ανίκανος σεξουαλικά και υπαρξιακά Νίκος δεν μπορεί αιωνίως να βρει την ταυτότητα, έναν εαυτό, κάπου να αναπαυτεί, έναν θεό να πιστέψει.

7) Άλλοτε «έβλεπε πως ήταν ένας συγκεκριμένος μεσήλικας γείτονας από το αγρόκτημα του θείου, χλωμός και με γένια λίγων ημερών, πάντα σιωπηλός, που συνήθιζε να κοιτά τον νέο παράξενα όταν περνούσε από μπροστά του». Εδώ έχουμε μετάθεση της «κάμερας» έξω από το φριχτό σπίτι. Κάποιος που έβλεπε λοιπόν και δε μιλούσε. Και οι Ερινύες, για αυτή τη στάση του, τον τιμωρούσαν τα βράδια, δείχνοντάς του εικόνες που μπορεί να ήταν αληθινές αλλά ίσως και όχι.

8) Κάτι παρόμοιο υπαινίσσεται στη συνέχεια του κειμένου με τον ευγενικό συμμαθητή και τον αυστηρό καθηγητή. Ο πρώτος έβλεπε πως αυτό το παιδί χρειαζόταν βοήθεια. Ο δεύτερος διέκρινε μόνο την παράβαση των κανονισμών. Στον πρώτο αποκαλύφτηκαν μυστήρια. Στον δεύτερο, η καταδίκη του.

9) Ο ονειρευόμενος λοιπόν μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε: οι άνθρωποι του σπιτιού του, οι γείτονες, οι εγγύς και οι μακράν. Μπορεί να είναι τα θύματά του που ονειρεύονται -τη νύχτα πριν πεθάνουν- εκείνον που τα ξεκίνησε όλα αυτά. Μπορεί να είναι οι οπαδοί του που αναρωτιούνται πώς έμοιαζε, ποιος ήταν. Μπορεί να είναι οι δύο αφοσιωμένοι συνεργάτες του, ο Peter Chance και ο Émile Coste, οι οποίοι ποτέ δεν τον είχαν και δεν τους είχε δει. Ο ένας ονειρεύεται διαρκώς τον άλλον, κι όλες τους οι υποθέσεις είναι ψεύτικες. Και τελικά συναντιούνται εκεί, σε ένα μακρινό, παράξενο μέλλον, για πρώτη φορά, ώστε να πεθάνουν όλοι μαζί.

Ίσως -ποιος ξέρει;- αυτός που ονειρεύεται, που πλανάται δίχως τέλος, είναι ο προϊστάμενός του Στέργιος Δημητριάδης, οι σπιτονοικοκύρηδές του, οι δάσκαλοί του, οι ψυχολόγοι του, οι συγγραφείς των βιβλίων που διάβασε… Όλα τα μάτια τον παρατηρούν από κάποια γωνιά και κάθε μυαλό πιστεύει πως είναι αυτός – ή μήπως απλά ο εαυτός του ονειρεύεται μέσα από κάθε μυαλό; Ίσως τελικά ο Νίκος είναι ο κάθε άνθρωπος. Ίσως δεν υπάρχει καν Νίκος. Ίσως δεν υπάρχουν ούτε άλλοι. Ίσως τελικά αυτός που ονειρεύεται -και διηγείται την ιστορία- είναι «το ποτάμι που παρακολουθούσε τη σκηνή του πρώτου του βιασμού, κι όλων των εκατοντάδων επόμενων. Λες και το ποτάμι βρισκόταν παντού, ακόμη και μέσα στο δωμάτιό του και μες στο μυαλό του. Ένα αιώνιο, σιωπηλό, παρατηρητικό ποτάμι».

10) Πλέον τα άψυχα λοιπόν έχουν ψυχή∙ βλέπουν, αλλά δε μιλούν. Το καθετί καταγράφεται με αόρατη, αιώνια γραφή πάνω στα βράχια, στους θάμνους, στα έρημα σπίτια, στη Σελήνη, αυτήν του «Παραδείσου», που ήταν όμορφη σαν χάρτινη, χαμογελαστή, απολύτως τέλεια – και υπήρχε μόνο στη φαντασία εκείνου που την ονειρευόταν. Ή μήπως αυτός που ονειρευόταν ήταν «ένα συγκεκριμένο κοτσύφι πάνω στο δέντρο, που ξύπνησε εκείνη τη φοβερή νύχτα και δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτό που συνέβαινε και έκλεισε με τη φτερούγα τα μάτια του να μη βλέπει»; Η ιδέα του κοτσυφιού-έντρομου θεατή μού ήρθε στο μυαλό από μια εικόνα της Σταύρωσης, όπου πλήθος αγγέλων πετούν γύρω από τον Σταυρό, ζωγραφισμένοι σαν πουλιά, και με τις φτερούγες κλείνουν τα μάτια, για να μη βλέπουν το φριχτό έγκλημα. Σε άλλο σημείο, η Μαρία θα ρωτήσει τον Νίκο αν έχει επισκεφτεί ποτέ του νεκροταφείο και θα του πει: «Υπάρχεις για λίγο μόνο ακόμη. Σε γνωρίζω μόνο για λίγο ακόμη. Μετά…; Θα ξημερώσει μια καινούργια μέρα, και στο μακρύ, ολοζώντανο όνειρο που έβλεπαν τα πουλιά μες στη νύχτα πάνω στα δέντρα, εμείς πλέον δε θα βρισκόμαστε». Εδώ διατυπώνεται πιο καθαρά αυτή η παράξενη, ανατρεπτική θεωρία: Τα πουλιά και η φύση είναι που ονειρεύονται τους ανθρώπους, όχι οι άνθρωποι αυτά.

Διαβάστε ΕΔΩ τη συνέχεια του άρθρου…

[Η φωτογραφία, ευγενική χορηγία του John Fowler]

]]>
«Ο Κατηραμένος Όφις», Ανάλυση (1 από 6) https://petrosevag.gr/%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b7%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82-%cf%8c%cf%86%ce%b9%cf%82-%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%bb%cf%85%cf%83%ce%b7-1/ Thu, 11 Nov 2021 10:37:25 +0000 https://petrosevag.gr/?p=4937 (Μια εμβάθυνση στο μυθιστόρημα από τον ίδιο τον συγγραφέα. Συνίσταται για όσους το έχουν ΗΔΗ διαβάσει.)

Κατά την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος υπάρχουν κάποιοι που απαιτούν να μάθουν «τελικά τι έγινε». Και υπάρχουν, αντίθετα, εκείνοι που διακηρύσσουν: «Δε θέλουμε εξηγήσεις!». Στην πραγματικότητα, και οι δύο πλευρές έχουν δίκιο: Κανείς δε συμπορεύεται τόσο δρόμο με τον συγγραφέα, αν δεν πρόκειται να φτάσει κάπου. Και, από την άλλη, ένα έργο τέχνης δεν πρέπει να είναι εύκολο∙ οφείλει να είναι βαθύ, έως και αχανές, μυστηριώδες. Στον «Κατηραμένο Ὄφι», δυστυχώς ή ευτυχώς (για την πρώτη κατηγορία αναγνωστών δυστυχώς, για τη δεύτερη ευτυχώς), έχουμε πολλά επίπεδα ανάγνωσης, πολλές και παράξενες γωνίες θέασης. Ας επαναλάβουμε όμως με συντομία την ιστορία:

Στο πρώτο περίπου μισό της έχουμε μια εκτεταμένη τηλεφωνική συνομιλία, με φανερή διηγηματική ροή, κατανοητή πιστεύω σε κάθε αναγνωστικό κοινό: Παρακολουθούμε έναν άνδρα, ο οποίος ζει σε ένα ζοφερό μέλλον, αγαπά μια γυναίκα -παράνομα-, αυτή τον προδίδει, τον συλλαμβάνουν. Παρ’ όλες τις ενδιάμεσες ανατροπές, όλα εξελίσσονται «γραμμικά», κατανοητά.

Η συνέχεια όμως ανατρέπει όλες τις προσδοκίες: Ο άντρας δε ζούσε τελικά στο μέλλον, ούτε και η γυναίκα, αλλά όλα αυτά διαδραματίστηκαν σε μία νύχτα, σε ένα όνειρο. Στη συνέχεια ακολουθούμε και πάλι μια φυσιολογική διηγηματική ροή: Η γυναίκα προδίδει τον άντρα, τον απολύουν, εκείνος απελπίζεται, γι’ αυτό αποφασίζει να κάνει πράξη όσα του (υπ)έδειξε το όνειρο.

Αυτό ήταν το σημείο που θα τελείωνε το μυθιστόρημα, αν δεν υπήρχε η παράκληση από τον αδερφό μου για ένα happy ending. Εξέτασα προσεκτικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο και τελικά δημιούργησα μια εξέλιξη της ιστορίας, η οποία αφενός δίνει ένα ευτυχές τέλος, αφετέρου… δεν αναιρεί το κακό! Πώς; Θα το δούμε λίγο παρακάτω.

Προτού φτάσουμε εκεί όμως, ας υποθέσουμε πως το μυθιστόρημα τελειώνει σε αυτό ακριβώς το σημείο, όπου ο πρωταγωνιστής δημιουργεί την τρομοκρατική του οργάνωση. Και πάλι δεν είναι όλα ξεκάθαρα και όμορφα στρωμένα. Υπάρχει καταρχήν το ερώτημα: Η κότα είναι που γέννησε το αυγό ή το αυγό την κότα; Εγώ θα προσθέσω: Ή μήπως κάποιος άλλος, και τα δύο; «Ή ίσως… δεν υπάρχουν καν αυγό και κότα;» θα αναρωτιόταν ένας πιο διεστραμμένος νους. Αλλά ας μην το πάω τόσο μακριά. Η ιδέα λοιπόν της «άπειρης ανατροφοδότησης» προέκυψε στο μυαλό μου από τη σπουδαία ταινία επιστημονικής φαντασίας του 1995 «Οι Δώδεκα Πίθηκοι», όπου συμβαίνει ένα αντίστοιχο παράδοξο: η ιδέα για τη διασπορά του φονικού ιού που μόλυνε όλον τον κόσμο, δόθηκε στον εγκληματία από έναν χρονοταξιδιώτη, ο οποίος ήρθε από το μέλλον ακριβώς με τον σκοπό να την αποτρέψει. Κατά κάποιον τρόπο, δίνει στον δημιουργό την ιδέα της δημιουργίας το ίδιο το δημιούργημά του! Αν όμως ο χρονοταξιδιώτης δεν ερχόταν, δε θα έδινε προφανώς την ιδέα στον εγκληματία, άρα δε θα γινόταν η παγκόσμια διασπορά του ιού, άρα… Ποιος είναι τελικά αυτός που ΠΡΩΤΟΣ σκέφτηκε να πράξει το κακό, εφόσον όλα τούτα προήλθαν από ένα χρονικό παράδοξο, από μια άπειρη ανατροφοδότηση γεγονότων; Κάτι παρόμοιο έχουμε και εδώ.

Στον «Κατηραμένο Ὄφι» βέβαια θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως η κότα γέννησε κανονικότατα το αυγό, λέγοντας ότι ο τριαντάχρονος Νίκος Μανωλόπουλος, με το ιδιαίτερα βεβαρημένο παρελθόν (βιασμών, κακοποιήσεων, μοναξιάς κτλ.), είδε απλά ένα ευφάνταστο όνειρο, επηρεασμένος σαφώς από τη δηλητηριώδη ουσία που πήρε για να αυτοκτονήσει, και μέσα σε αυτό το όνειρο συνοψίστηκαν κάποιες ιδέες που υπήρχαν ήδη στο μυαλό του, ενώ πρόβαλαν και κάποιες νέες. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να πει κάποιος, είναι το όνειρο που τον κάνει να «βρει τον προορισμό» του και όχι η δική του δομημένη σκέψη, ενώ η προδοσία της Μαρίας Οικονομοπούλου την οποία αυτό προφήτευσε ήταν σαφώς κάτι το μη φυσιολογικό. Ας προχωρήσουμε όμως στο επόμενο τμήμα του βιβλίου.

Ο Νίκος δεν ξυπνάει στον δικό χωροχρόνο, αλλά ξανά σε εκείνο το τρομερό μέλλον. Να πω εδώ ότι ήθελα από χρόνια να γράψω μια ιστορία όπου ο πρωταγωνιστής ξυπνά σε μία πραγματικότητα η οποία μπορεί να είναι και η ίδια ένα όνειρο (αλλά μπορεί φυσικά και όχι), και όπου δε θα είναι γνωστός ο «τρόπος» της εύρεσης της αλήθειας. Αυτό δεν πρόκειται σίγουρα για δική μου πρωτότυπη έμπνευση∙ έχουν ασχοληθεί αρκετά οι φιλόσοφοι των τελευταίων αιώνων με τον προσδιορισμό τού τι είναι αληθινό, δεδομένου ότι ο άνθρωπος δεν έχει πρόσβαση σε μια «αντικειμενική» οπτική του κόσμου, παρά μόνο στη δική του υποκειμενική ματιά, τη θολή, τραυματισμένη κι αβέβαιη. «Δεν υπάρχουν αυθεντίες» δίδαξαν οι σοφοί του Δυτικού πολιτισμού, και το άμεσο τρομερό θεώρημα αυτού του υπέρτατου αξιώματος είναι ότι κανείς δεν είναι βέβαιος για τίποτε∙ ούτε καν για τη δική του προσωπική εμπειρία. Κυρίως για αυτήν.

Το μοναδικό βάσανο όμως για τον πρωταγωνιστή (και τον αναγνώστη φυσικά) σε τούτο το νέο ξύπνημα, δεν είναι να προσδιορίσει αν πρόκειται για κάποιο νέο όνειρο ή παραίσθηση, αλλά το ότι καταλύονται σε αυτό βασικοί νόμοι της φύσης και της λογικής. Καταλύονται μάλιστα όχι μόνο για αυτόν, τον ονειρευόμενο, τον θεατή, αλλά και για εκείνους που αποτελούν τα υποκείμενα του ονείρου ή της θέασής του. Αυτό ακριβώς είναι που συζητούν και με το οποίο τρέμουν οι δύο επιστήμονες και η εγγονή του Νίκου – και κανείς φυσικά δε βρίσκει μια απάντηση, μια λύση. Πρόκειται λοιπόν ο αιχμάλωτός τους για ένα υπερφυσικό ον, για έναν θεό, «που ονειρεύεται αιωνίως, που δημιουργεί ονειρευόμενος, εξερευνώντας όλες τις δυνατότητες ενός κόσμου τον οποίο δεν έχει ακόμη κατασκευάσει»; Κανείς δεν ξέρει. Ούτε καν ο ίδιος ο… «θεός».

Στην επιστήμη, αλλά κυρίως στην επιστημονική φαντασία, υπάρχει η έννοια του «Μαύρου Κουτιού»: Ένα αλλόκοτο, αγνώστων ιδιοτήτων αντικείμενο, το οποίο όλοι αγωνίζονται να κατανοήσουν μελετώντας το από έξω, κατασκευάζοντας διαρκώς νέες θεωρίες, οι οποίες βελτιώνουν – ή και αναιρούν εντελώς τις παλιές. Κανείς ωστόσο, ακόμη κι αν έχουμε φτάσει στη θεωρία αριθμός Ν, όπου το Ν είναι κάτι μεγάλο, δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως έχει καταλάβει το ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ του κουτιού ή αν απλά κατασκεύασε μια επιτυχή προσομοίωση της εξωτερικής συμπεριφοράς του. Το «Μαύρο Κουτί» θα παραμένει ο αιωνίως Άγνωστος, αυτός που μόνο αυτός γνωρίζει τον ακατάληπτο εαυτό Του. Σε τούτη την ιστορία ωστόσο η ερώτηση μάς πάει ακόμη πιο μακριά: Κι αν ακόμη και το ίδιο το Μαύρο Κουτί δεν έχει μια απάντηση για το ποιος είναι; Αν, φυλακισμένο μέσα σε μια τρομερή φυλακή ακατανοησίας, είναι καταδικασμένο και το ίδιο να μη μάθει ποτέ; Τίποτε απολύτως;

Χωρίς να αφήσουμε εντελώς την ανάλυση αυτού του ενδιαφέροντος τμήματος, ας προχωρήσουμε στο επόμενο: Ο πρωταγωνιστής εκτελείται στο μέλλον και ξυπνά στο παρελθόν. Αυτή τη φορά όχι στο προηγούμενο παρελθόν, του έτους 2025, αλλά στο 2004. Είναι μικρός, μόλις εννιά ετών, κάποιες ώρες πριν από «εκείνη τη νύχτα», όταν βιάστηκε από τον θείο του για πρώτη φορά. Εδώ φυσικά μπορεί κανείς να ρωτήσει: Και πώς ξέρουμε ότι όλα όσα είδε πρόκειται να συμβούν; Η απάντηση είναι: Δεν ξέρουμε. Δεν είμαστε σίγουροι καν αν αυτό που συμβαίνει τώρα δεν είναι παρά ένα ακόμη όνειρο… Όμως αυτό ας το συζητήσουμε στη συνέχεια. Ο μικρός παίρνει μια εσωτερική «απάντηση» πως όλες του οι αμφισβητήσεις και βλασφημίες ως τσακισμένος ενήλικας τελικά έχουν απαντηθεί: Ο Θεός ήταν -είναι- πάντοτε μαζί του. Μάλιστα με έναν τρόπο αδιανόητο για τους κοινούς θνητούς. Ο Θεός φαίνεται πως τον αντιμετωπίζει όντως ως κάποιον Νέο Μωυσή. Όχι όμως εκείνον που επρόκειτο να λατρέψουν στο μέλλον οι δαιμονισμένοι θαυμαστές του, αλλά τον σωτήρα και απελευθερωτή του δικού του βασανισμένου εαυτού. Ο μικρός αποδέχεται την πρόσκληση, παραδέχεται την προφητική ενόραση ως αληθινή και δραπετεύει από το κτήμα.

Η σκηνή της δραπέτευσης δεν είναι ένας όμορφος περίπατος στην εξοχή για τον αναγνώστη που έχει συνηθίσει να διαβάζει προσεκτικά την κάθε λέξη. Μαθαίνουμε ότι ο μικρός δεν είδε μόνον ένα όραμα -αυτό που περιγράφεται στο βιβλίο- αλλά πολλά εναλλακτικά. «Σαν κάποιο από εκείνα τα μοντέρνα θεατρικά έργα του 20ού αιώνα, που ήταν γεμάτα με ρωγμές και ασυνέχειες» θα μας πει. Κάθε νέα περιγραφή του μέλλοντος όμως, κάθε φορά που ξαναζούσε, ξαναπέθαινε και ξαναγυρνούσε, δεν ήταν η ίδια. Κάτι άλλαζε. Επρόκειτο για κάτι «ελικοειδές», είναι η περιγραφή που του δίνει το μικρό αγόρι. Εδώ επανέρχεται, αναπόφευκτα, η θεωρία από το προηγούμενο τμήμα, ότι ο πρωταγωνιστής δεν ονειρεύεται απλά μια ιστορία, ούτε καν βλέπει σε προφητικό όραμα κάποιο μέλλον, αλλά «δοκιμάζει» τα εναλλακτικά μέλλοντα, όλους τους πιθανούς κόσμους, ώσπου να κατασταλάξει στον καλύτερο από αυτούς.

Στην αρχή αυτού του τέταρτου και τελευταίου τμήματος έχουμε ένα ποίημα που μιλά για ένα χωράφι. «Αυτό το ποίημα δεν έχει γραφτεί ακόμη. Ίσως δε γραφτεί ποτέ. Όμως κατά κάποιον τρόπο υπάρχει» μας πληροφορεί ο αφηγητής, ο οποίος άλλοτε είναι (και άλλοτε δεν είναι) ο πρωταγωνιστής. Το χωράφι αυτό είναι ένα υπερκόσμιο αντικείμενο, απαίσιο, νοήμον, θλιμμένο, αιωνίως έρημο, άκαρπο παρ’ όλες τις προσπάθειες, αναπόφευκτο. «Το χωράφι είμαι εγώ» συμπεραίνει στο τέλος. Ή μήπως το είχε καταλάβει από την αρχή; Πρόκειται για ένα ποίημα το οποίο «πρόφερε» -χρόνος αόριστος- «στο τέρμα όλων των αιώνων ο τελευταίος άνθρωπος, λίγο προτού χαθεί». Εδώ έχουμε λοιπόν έναν υπαινιγμό για αυτή την ατελεύτητη επανάληψη του θεατρικού έργου, στο οποίο συμμετέχει ο Νίκος, και το οποίο φυσικά δεν είναι μια περιπετειώδης παράσταση αλλά η ίδια του η ζωή. Η ζωή μάλιστα όλου του κόσμου. Σαφέστατα, δεν έχει κατανοήσει όχι μόνο ποιος είναι ο ίδιος, αλλά και τι είναι στα αλήθεια η ζωή και όλα αυτά που κάνουμε, μας κάνουν οι άλλοι, ή μας συμβαίνουν.

Διαβάστε ΕΔΩ τη συνέχεια του άρθρου…

]]>
Κόκκινο ποδήλατο https://petrosevag.gr/%ce%ba%cf%8c%ce%ba%ce%ba%ce%b9%ce%bd%ce%bf-%cf%80%ce%bf%ce%b4%ce%ae%ce%bb%ce%b1%cf%84%ce%bf/ Tue, 31 Mar 2020 15:40:33 +0000 http://petrosevag.gr/?p=2913 Κόκκινο ποδήλατο Περισσότερα »

]]>
Σε μια εποχή γεμάτη ακόμη από τη λάμψη του ήλιου, απόκτησα ένα υπέροχο ποδήλατο. Ίσως να ήταν το 1980, κι εγώ μαθητής της Τετάρτης Δημοτικού. Η κατάστασή μου ήταν όπως ενός πουλιού που ετοιμάζεται να πετάξει: Όλη την ώρα κουνάει τα φτερά του και κοιτάζει με προσμονή εκείνη τη συναρπαστική -και επικίνδυνη- βουτιά που ετοιμάζεται να κάνει στο κενό. Δεν ξέρω τι όνειρα έπλαθαν τα άλλα παιδιά στην ηλικία μου· εγώ ένα που έκανα ήταν να γυρίσω, θα έλεγα, τον κόσμο όλο με ένα ποδήλατο.

Διότι δεν ήταν και ένα οποιοδήποτε ποδήλατο, ας το σημειώσουμε αυτό. Νομίζω πως στη γειτονιά δεν είχαν παρόμοιο. Τουλάχιστον τότε δεν είχαν ακόμη. Τώρα πια, εντάξει, υπάρχουν πιο εξελιγμένα μηχανήματα. Το κοιτούσα με απόλαυση κάθε φορά που ετοιμαζόμουν να ανεβώ: Τόσο στιβαρό, γεμάτο δυνατότητες, με ένα υπέροχο κόκκινο χρώμα, μαύρη σέλα και διακοσμητικές γραμμές εδώ κι εκεί! Τότε ακόμη δεν είχε ξεκινήσει η παγκόσμια τρέλα με τους υπολογιστές, ώστε να ζηλεύω τους Texas Instruments και αργότερα τους Spectrum με τα υπέροχα παιχνίδια, οπότε ένα ποδήλατο αποτελούσε τον απόλυτο σύντροφο για ένα παιδάκι που θέλει να γνωρίσει νέα μέρη και έχει μάλλον λιγοστές παρέες.

Στη Θεσσαλονίκη ήταν λίγο δύσκολο να εξερευνήσω γειτονιές μακριά από το σπίτι μου. Αν και τότε τα αυτοκίνητα ήταν μόνο ένα μικρό ποσοστό από τον σημερινό εφιάλτη και παίζαμε αρκετές φορές καταμεσής του δρόμου χωρίς πολλές έγνοιες, όμως δεν θυμάμαι γενικά να απομακρυνόμουν. Αντίθετα, το καλοκαίρι με τους χωματόδρομους και τις μεγάλες άδειες εκτάσεις γύρω από το εξοχικό ήταν ο πιο κατάλληλος χρόνος και τόπος.

Θυμάμαι, σαν θραύσματα από έναν άλλοτε μεγάλο λαμπερό καθρέφτη, εικόνες μέσα στα λουλούδια το ηλιοβασίλεμα κι εγώ να διασχίζω με μανία χωράφια που κανείς μας δεν είχε περπατήσει, να αναπηδάω στις πέτρες, να σφίγγω την κοιλιά μου όταν κατέβαινα απότομα, να προσπερνάω τα άλλα παιδάκια με πάθος, να σκαρφαλώνω σε ανηφόρες ιδιαίτερα απότομες, να επιδιώκω τα δύσκολα. Πρόλαβα και πήγα σε μέρη κάπως μακρινά για τα δικά μου δεδομένα, ήμουν ελεύθερος όταν φυσούσε ο αέρας πάνω μου και εγώ εκσφενδονιζόμουν μπροστά. Αυτά μόνο, και με δυσκολία, τώρα θυμάμαι.

Διότι η ιστορία αυτή, σαν όλες τις συναρπαστικές ιστορίες των βιβλίων, είχε τη δική της ανατροπή, που κανείς δεν περίμενε. Στην αρχή ήταν αναμενόμενο:

Εντάξει, και ένα παιδικό ποδήλατο που χάλασε, so what?

Εντάξει, το ποδήλατο ξαναχάλασε, τι θες να πεις;

ΟΚ, κάποια ποδήλατα χαλούν μερικές φορές συχνά, ποιο το περίεργο;

Να ξέρεις, υπάρχουν περίοδοι στη ζωή όπου κάτι είναι συνεχώς χαλασμένο και μετά φτιάχνει για πάντα. Τόσο απλά.

Ωραία, δεν μπορείς να βγάλεις μόνος σου άκρη, πήγαινέ το σε έναν μάστορα.

Εντάξει, δε σημαίνει ότι επειδή το έφτιαξε ο μάστορας, δε θα ξαναχαλάσει στον αιώνα τον άπαντα.

Όμως ο αιώνας ο άπαντας ήταν η επόμενη κιόλας μέρα, και ο μάστορας δεν ήταν κάποιος άχρηστος! Κι ο πατέρας μου τα κατάφερνε με τις μηχανές αλλά όχι με ΤΟΥΤΗ τη μηχανή. Και οι θείοι κατείχαν πολλές, αλλά όχι ΑΥΤΗ τη γνώση. Και οι γείτονες ήταν άνθρωποι της πιάτσας, όμως δεν είχαν συναντήσει κάτι τόσο τραχύ. Και ο επιμένων νικά, αλλά όχι αν φέρει συγκεκριμένο ονοματεπώνυμο…

Διότι το ποδήλατο, με μια επιμονή που έμοιαζε σχεδόν μεταφυσική, χαλούσε συνεχώς. Έφτασα να αισθάνομαι ευτυχής αν μπορούσα να προχωρήσω διακόσια μέτρα χωρίς να πάθει κάτι. Από εντελώς αντικειμενική οπτική γωνία, το πρόβλημα ήταν το απλούστερο δυνατό. Εξάλλου και η κατασκευή του ποδήλατου δεν έγινε στη ΝΑΣΑ, ε; (Ή λες εκεί να έγινε;) Όμως ακόμη και στη ΝΑΣΑ θα έστεκαν προβληματισμένοι οι κορυφαίοι των επιστημόνων από την ύπαρξη τεχνητής νοημοσύνης -μιας ιδιαίτερα κακής και μοχθηρής- σε ένα απλούστατο δίτροχο όχημα για παιδιά.

Ώσπου, στις καλοκαιρινές διακοπές που ακολούθησαν την Πέμπτη Δημοτικού, μαζί με άλλα θλιβερά περιστατικά, είχα και ένα ατύχημα εγώ μαζί με το ποδήλατό μου, κατά το οποίο σε απόσταση μισού δευτερολέπτου αντίκρισα -αλλά δε συνάντησα- τον θάνατο. Το χέρι έσπασε, ακολούθησε μια εγχείρηση, και αυτό ήταν το τέλος. Είχαμε πια κουραστεί όλοι στην οικογένεια με αυτό το κόκκινο θλιβερό μεταλλικό αντικείμενο. Έτσι, εκείνο το καλοκαίρι του 1981, ενώ τα υπόλοιπα παιδάκια έτρεχαν πέρα-δώθε με τα δικά τους κατώτερα ποδήλατα στη γειτονιά, εγώ τα παρακολουθούσα με τον πρώτο (αλλά όχι τελευταίο) γύψο της ζωής μου.

Αποφασίσαμε να το πετάξουμε. Καλύτερα βέβαια θα ήταν να το χαρίσουμε. Όμως τι νόημα υπήρχε σε μια τέτοια πράξη; Να δώσουμε κάτι που είναι καταδικασμένο να διαλυθεί την επόμενη κιόλας στιγμή;

Είχαμε έναν γείτονα εκεί στο εξοχικό, που το αγόρι του ήταν μερικά χρόνια μικρότερο από μένα. Του προτείναμε να το πάρει, και μόνο που δεν πήδηξε από τη χαρά του:

– Αυτό είναι ένα πολύ ωραίο ποδήλατο! Ο Γ. θα χαρεί πολύ!

– Ναι, αλλά χαλάει…

(Εσύ βέβαια τους λες την αλήθεια, όμως ποιος σου δίνει σημασία εσένα;)

– Δεν πειράζει, θα το φτιάξω, είπε εκείνος.

– Ε… ξέρετε… Χαλάει συχνά.

– Εντάξει. Εγώ θα το φτιάξω!

Κάτι τέτοια αισιόδοξα τα είχαμε πει κι εμείς.

Έπειτα από λίγες μέρες πρόσεξα τον γιο του. Πέρασε μπροστά από το σπίτι μας, λάμποντας από χαρά πάνω στο καινούργιο του ποδήλατο. Την επομένη πέρασε ξανά. Ήταν ενδιαφέρον πως, ενώ πιο πριν ήταν απλά το παιδί ενός γείτονα, τώρα ήταν το ευγενικό παιδί ενός γείτονα. Μετά έγινε το ιδιαίτερα ευγενικό παιδί ενός γείτονα. Πιο μετά, το ανείπωτα ευγενικό παιδί ενός γείτονα. Ύστερα, κυριολεκτικά ένας πολιορκητικός κριός ευγένειας και καλών τρόπων, ο ανύστακτος φύλακας των υψηλών θεσμών του «καλημέρα» και του «σας ευχαριστώ πολύ», οι οποίες αναλλοίωτες μέσα στους αιώνες… Ώσπου κάποια μέρα αναφωνήσαμε – χωρίς να ακουστούμε ελπίζω:

«Έλεος!»

Φαίνεται πως οι γονείς του, καλοί και εγκάρδιοι άνθρωποι, είχαν συμβουλέψει τον γιο, ο οποίος ήταν κάπως σοβαρός και όχι των «και πολλά-πολλά», να δείξει απλόχερα την ευγνωμοσύνη του για το σπουδαίο δώρο που του είχαμε κάνει.

Σπουδαίο; Μίλησε κανείς για ΣΠΟΥΔΑΙΟ δώρο;

Προσέξαμε ότι το παιδί μπορούσε να κάνει πεταλιές για πάνω από εκατό μέτρα, χωρίς να σταματά ξαφνικά και να φωνάζει:

«Πάλι χάλασε!».

Κι επίσης:

«Μπαμπά! Μαμά!».
(Τι τράβηξαν κι αυτοί…)

Τα εκατό μέτρα τα οποία αναφέρθηκαν προηγουμένως ήταν βέβαια η πρώτη διαπίστωση. Γιατί δεν ήταν εκατό. Ήταν εκατό χιλιάδες. Ήταν έτη φωτός. Το ποδήλατο δε χαλούσε… ΠΟΤΕ.

Υπάρχει κανείς που δεν το άκουσε;

Π Ο Τ Ε !

Όμως πώς ήταν δυνατόν;

– Κύριε Τάδε, πώς πάει το ποδήλατο; Σας αρέσει;

–  Ούου! Ναι. Ο Γ. είναι πολύ ευχαριστημένος! Όλο με αυτό είναι.

– Το βλέπουμε. Περνάει και μας λέει καλημέρα…

Και «καλησπέρα» και «καληνύχτα» και «σας ευχαριστώ πολύ». Και ξανά, το ίδιο πρωινό, το ίδιο μεσημέρι, το ίδιο απόγευμα: «Καλημέρα», «καλησπέρα», «καληνύχτα». Μερικές φορές ήταν να προβληματίζεσαι αν σκόπευε να πάει για ύπνο, παρά μόνο αφού πρώτα βεβαιωνόταν ότι βρισκόμαστε και εμείς ήδη στο κρεβάτι και μας πει για ν-οστή φορά (όπου το ν τείνει στο άπειρο) «καληνύχτα» και «σας ευχαριστώ πολύ». Για όλους τους αγνώμονες, κακιασμένους ανθρώπους που συνάντησα αργότερα στη ζωή μου, το μικρό αυτό αγόρι, που έπαψε γρήγορα να είναι μικρό και μεγάλωσε κάνοντας βόλτες πάνω σε ένα όμορφο, κόκκινο ποδήλατο, θαρρείς μου έδωσε την απαραίτητη, εξισορροπητική δόση καλοσύνης και ευγένειας, επειδή του χάρισα κάτι που απλά είχα για πέταμα.

– Ναι, αλλά δε χαλάει; ρώτησα τον πατέρα.

– Όχι. Ποτέ.

Δεν κατάφερα να μεταφράσω σε μοντέρνα ελληνικά αυτό το «ποτέ». Ήταν ένα σχήμα λόγου; Συνέβαινε απλά πολύ σπάνια, δηλαδή μόνο δεκαπέντε φορές τη μέρα, και το θεώρησε εντελώς ασήμαντο ώστε να το αναφέρει; Μήπως ο άνθρωπος ήταν απλά ευγενικός -και ήταν όντως ευγενικός ακόμη και στην π.Π. (=Προ Ποδηλάτου) εποχή της ανθρωπότητας- και δεν ήθελε να μας στενοχωρήσει; Εγώ περίμενα να μας πει ότι το ποδήλατο φυσικά και χαλούσε, μονάχα που αυτό τύχαινε να συμβαίνει σε κάποια άλλα σημεία και όχι μπροστά στο σπίτι μας, ώστε να το διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι. Ωστόσο, φαινόταν πως ο γείτονας, ενώπιον του δικαστηρίου όλων των αποτυχημένων της ανθρωπότητας, έλεγε την αλήθεια χωρίς φόβο και χωρίς πάθος.

– Δηλαδή… (επέμεινα εγώ στην αναζήτηση της υπέρτατης γνώσης) δε χαλάει κάποιες φορές κι εσείς ύστερα…;

– Όχι. Είναι ένα πολύ γερό ποδήλατο! Το έφτιαξα όταν μου το δώσατε και από τότε δε χάλασε.

– Δηλαδή τι ακριβώς κάνατε και το φτιάξατε τόσο καλά, ώστε να μην ξαναχαλάσει;

– Α, όχι κάτι ιδιαίτερο. Δε χρειαζόταν εξάλλου και τίποτε ιδιαίτερο. Βλέπεις, είναι μία ΠΟΛΥ καλή κατασκευή!

Έφυγε. Σε λίγη ώρα ο γιος πάλι περνούσε μπροστά από το σπίτι μας:

«Καλημέρα».

Και επίσης:

«Σας ευχαριστώ πολύ».

Έτσι κύλησαν τα χρόνια, κυκλωμένοι από ποδήλατα που διέρχονταν με χαρούμενα παιδιά πάνω τους, από ανθρώπους που φώναζαν και καλημερίζονταν και απολάμβαναν τον εκτυφλωτικό ήλιο του καλοκαιριού, τις βόλτες, την ελευθερία. Και τα παιδιά έγιναν έφηβοι, οι έφηβοι έγιναν νέοι και κοπέλες, και οι νέοι έφυγαν μακριά στην αναζήτηση της καριέρας, μιας καλύτερης τύχης. Κι εμείς, όπως σε κείνες τις ταινίες που η κάμερα προσδέθηκε σε ένα σημείο επί καιρό και ύστερα βλέπουμε τα πάντα σε γρήγορη κίνηση, ήμασταν το μοναδικό ακίνητο τμήμα ενός αεικίνητου κόσμου, ακίνητοι και άφθαρτοι μέσα στον χρόνο, καθισμένοι σε μία βεράντα που σίγουρα δεν ήταν βεράντα αλλά τόπος ανώτερης ενατένισης της ζωής, ακίνητοι και θαρρείς ανέκφραστοι και αμίλητοι σε τούτη την extremely fast forward κίνηση των εικόνων, ενώ τα σύννεφα πάνω μας έτρεχαν αστραπιαία και χάνονταν, οι μέρες εναλλάσσονταν με τις νύχτες, οι εποχές του χρόνου περνούσαν σαν βέλη που εκτινάχθηκαν από ένα πανίσχυρο τόξο, έβγαιναν λουλούδια κι ύστερα μαραίνονταν θα έλεγες ακαριαία, ο καύσωνας του καλοκαιριού γινόταν παγωνιά του χειμώνα μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, τα χρόνια πλημμύρισαν, ξεχείλισαν, έγιναν δεκαετίες, δεν ξέρω μήπως ήταν και αιώνες.

Ο μικρός Γ. κάποτε ελάττωσε και ύστερα σταμάτησε εντελώς τα «ευχαριστώ» και τα «καλημέρα». Έπειτα από εκατομμύρια καλοκαιρινές περιφορές του κόκκινου αστραφτερού δορυφόρου του γύρω από το φθινοπωρινό, συννεφιασμένο σπίτι μας, άλλαξε το ποδήλατο με ένα μηχανάκι, ύστερα με ένα ωραίο αυτοκίνητο. Στη θέση πίσω του κάθισε μια όμορφη κοπελιά που τα μαλλιά της ανέμιζαν καθώς μας προσπερνούσε. Αργότερα, πλάι του, στη θέση του συνοδηγού, μία άλλη κοπελιά – έχασα όμως το μέτρημα. Ποτέ δεν ήμουν καλός στο μέτρημα και δε θέλω να είμαι. Γιατί υπάρχουν άλλα πράγματα, άλλοι άνθρωποι, όπου το μέτρημα απλά δεν υφίσταται καν ως όρος (ο αναγνώστης ας καταλάβει τι λέω) και θα παραμείνει για πάντα αχρείαστο σε μια άκρη. Κάποτε συνάντησα τον πατέρα του:

– Έχω δει ποδήλατα και ποδήλατα, είπε, αλλά ΤΟΣΟ γερό ποδήλατο ποτέ!

Καιρό αφού είχα βγάλει τον γύψο από το χέρι που είχα σπάσει τότε, δοκίμασα να ανεβώ σε ποδήλατα άλλων παιδιών. Δεν ξέρω, ίσως ήταν ψυχολογικό, ίσως ήταν διαφορετικά μηχανήματα, όμως ένιωθα ότι χάνω την ισορροπία μου, ότι να, θα πέσω, και κατέβαινα το επόμενο λεπτό. Για μένα, ο όρος «ποδήλατο» κατέληξε να σημαίνει ένα μηχάνημα που το αγόρασες για να μην το χαρείς. Θα χαλάσει έπειτα από λίγες μόνο πεταλιές, θα διαλυθεί σε κομμάτια – κι εσύ θα γκρεμοτσακιστείς. Καθώς μεγάλωνα και έγινα κάποτε έφηβος και ύστερα ενήλικας, το πείραμα έδινε πάντα το ίδιο θλιβερό αποτέλεσμα: Ούτε να το σκέφτεσαι!

Το 1999, έτος σημαδιακό για τη ζωή πολλών, και ακόμη περισσότερο για τη δική μου (για τελείως διαφορετικούς λόγους όμως από την έλευση των εξωγήινων ή το πρόβλημα των υπολογιστών), έθεσα κάποιους πολύ ενδιαφέροντες στόχους. Τους περιέγραψα με e-mail σε μια γνωστή μου κοπέλα. Ένας από αυτούς ήταν να αγοράσω ένα ποδήλατο και να πάω παντού.

Δεν πήγα πουθενά. Το ποδήλατο παρέμεινε στο κατάστημα ανάμεσα σε άλλα λαμπερά του είδους του, ενώ οι υπόλοιποι στόχοι υπήρξαν απλά γραμμένοι, και ύστερα λησμονημένοι, σε κάποιο ενθουσιώδες, όπως πάντα, μήνυμα.

Και είναι τώρα πια, τέσσερις δεκαετίες σχεδόν από τότε, όταν κάνω τη βόλτα μου στην παραλία της Θεσσαλονίκης, που δεκάδες άνθρωποι με προσπερνούν, άνθρωποι υγιείς, δυνατοί, αυτοί που είναι πλασμένοι να μην πέφτουν, που θαρρείς δεν πρόκειται ποτέ να πέσουν πάνω στα άφθαρτα μηχανήματά τους. Φεύγουν με ταχύτητα μπροστά, ενώ εγώ περπατώ αργά και μετρώ τα βήματά μου επιστρέφοντας στο ημιφωτισμένο σπίτι μου. Τους παρατηρώ καθώς μακραίνουν, μικραίνουν, ώσπου χάνονται στο βάθος.

[Η φωτογραφία του Stephen Kraakmo]

]]>
Μην κρίνετε τους συγγραφείς! https://petrosevag.gr/%ce%bc%ce%b7%ce%bd-%ce%ba%cf%81%ce%af%ce%bd%ce%b5%cf%84%ce%b5-%cf%84%ce%bf%cf%85%cf%82-%cf%83%cf%85%ce%b3%ce%b3%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%b5%ce%af%cf%82/ Mon, 24 Feb 2020 16:32:03 +0000 http://petrosevag.gr/?p=2054 Μην κρίνετε τους συγγραφείς! Περισσότερα »

]]>
ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΠΕΙΤΕ ΣΕ ΕΝΑΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ πως το κείμενό του που σας έδωσε να διαβάσετε δεν ήταν καλό! Εκτός κι αν θέλετε εκείνη η μαύρη γάτα που παραμονεύει τα βράδια έξω από το σπίτι σας να έρθει αυτό το βράδυ πιο μέσα…

Ο Διονύσιος ο Πρεσβύτερος (430-367 π.Χ.) ήταν τύραννος στις Συρακούσες της Σικελίας. Σπουδαίος ηγεμόνας αλλά και υπαίτιος για πολλές σφαγές και λεηλασίες. Οι αρχαίοι συγγραφείς τον θεωρούσαν ως το χειρότερο παράδειγμα αυταρχικού και εκδικητικού δεσπότη. Κι όμως αυτός ο σκληροτράχηλος άντρας, που δε δίσταζε να σηκώσει το σπαθί του πάνω από έναν λαιμό, στο βάθος του ήταν μια ευαίσθητη ποιητική ψυχή. Ή τέλος πάντων έτσι νόμιζε ο ίδιος. Κατά καιρούς φιλοξένησε σπουδαία πρόσωπα, ανάμεσά τους τον Πλάτωνα – ο οποίος μάλιστα πουλήθηκε ως δούλος εξαιτίας του.

Ο Διονύσιος δεν αρκέστηκε στο να μελετά και να φιλοξενεί τα έργα άλλων καλλιτεχνών. Έκανε κι ο ίδιος τις δικές του λογοτεχνικές συνθέσεις. Φαίνεται όμως πως… δεν είχε και τόσο ταλέντο. Παρ’ όλα αυτά, ήθελε πάντα να του λένε ότι γράφει τέλεια! (Με άλλα λόγια, όπως κάνουν όλοι οι καλλιτέχνες όλων των αιώνων.)

Ένα διάστημα φιλοξένησε στην αυλή του τον ποιητή και μουσικό Φιλόξενο από τα Κύθηρα. Ο Φιλόξενος θεωρείται ένας από τους πιο σπουδαίους δημιουργούς διθυράμβων σε όλη την αρχαιότητα και ένας από τους εισηγητές του «Νέου Κύματος», ας το ονομάσουμε έτσι. (Να μην ξεχνάμε ότι οι ποιητικές συνθέσεις απαγγέλλονταν τότε υπό τη συνοδεία μουσικής.)

Ο τύραννος Διονύσιος, όπως ήταν φυσικό, ζήτησε τη γνώμη και του Φιλόξενου για τις υποτίθεται εξαιρετικές ποιητικές του συνθέσεις. Εκείνος ο έρμος ωστόσο του είπε τη σκληρή αλήθεια: Τα ποιήματά του δεν άξιζαν τίποτε! Ο Διονύσιος θύμωσε πολύ και διέταξε να κλείσουν τον καλλιτέχνη στις τρομερές φυλακές των Λατομείων, που βρίσκονταν έξω από τις Συρακούσες.

Οι υποστηρικτές του Φιλόξενου διαμαρτυρήθηκαν και έτσι ο τύραννος σύντομα τον αποφυλάκισε. Μια από τις επόμενες μέρες μάλιστα τον κάλεσε σε επίσημο γεύμα, κατά τη διάρκεια του οποίου διάβασε ενώπιον πλήθους μια νέα του ποιητική σύνθεση. Όλοι χειροκρότησαν θερμά τον μεγάλο καλλιτέχνη, ο οποίος στη συνέχεια ρώτησε και τη γνώμη του Φιλόξενου για το έργο του. Εκείνος τότε γύρισε και είπε στον στρατιώτη που τον είχε φέρει: «Πήγαινέ με ξανά στα λατομεία…».

Δεν ήταν ωστόσο μόνο ο Φιλόξενος που περιφρονούσε τα ποιήματά του. Η τύχη τους ήταν παρόμοια και στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Παρ’ όλα αυτά, μια από τις τραγωδίες του, «Η απελευθέρωση του Έκτορα», κατάφερε να κερδίσει ένα βραβείο στα Λήναια, μια γιορτή που τελούνταν στην Αθήνα στη μέση του χειμώνα. Απέδειξε έτσι τον Πρώτο Παγκόσμιο Νόμο της Λογοτεχνίας: «Αν έχεις τα κατάλληλα κονέ και λίγα λεφτά στην τσέπη, μπορείς ακόμη και συ, ω φέρελπι νέε, να μπεις στο Χόλιγουντ! You are already in the movies, baby!».

Στη συνέχεια της βραδιάς όμως απέδειξε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Νόμο της Λογοτεχνίας: Από τη μεγάλη του χαρά για το βραβείο, ήπιε και ασώτεψε τόσο ακραία, που πέθανε! (Βρείτε εσείς τώρα ποια είναι η διατύπωση του Δεύτερου Νόμου. Εγώ είμαι σεμνό αγόρι και δε τη λέω.) Κυκλοφορούν βέβαια και άλλες εκδοχές για τα αίτια του θανάτου του, που αποδεικνύουν τον Τρίτο Παγκόσμιο Νόμο της Λογοτεχνίας: «Αν έχεις τα κατάλληλα κονέ και λίγα λεφτά στην τσέπη, και μάλιστα αν έχεις κερδίσει μόλις ένα βραβείο σε μια πολύ καθωσπρέπει δημόσια γιορτή και θίγονται συμφέροντα, ε… κάπως θα σου βελτιώσουν τη βιογραφία σου οι αρμόδιοι, μην ανησυχείς!».


Τελειώνοντας, θα πω κάτι από τη δική μου βιογραφία. (Η οποία βέβαια δε γράφτηκε ακόμη, αλλά λέω να τη γράψω εγώ, καθώς δε βλέπω προκοπή από άλλους.) Επειδή ήμουν κάποτε κι εγώ σαν τον Φιλόξενο τον Κυθήριο, αγνός και αφελής λάτρης του τέλειου και του υψηλού, και έλεγα ανοιχτά τη γνώμη μου, προς ωφέλεια των δημιουργών, βρέθηκα αρκετές φορές στη «φυλακή», όχι των Λατομείων βέβαια, αλλά… τέλος πάντων. Κι επειδή έχω εμπεδώσει πλέον τον Τέταρτο και σπουδαιότερο Παγκόσμιο Νόμο της Λογοτεχνίας: «Η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν επιθυμεί να αλλάξει. Θέλει μόνο να τους επαινείς», για αυτό κι εγώ έχω αλλάξει τακτική. Αν βρισκόμουν λοιπόν στη θέση εκείνου του αρχαίου Φιλόξενου και ο αιμοσταγής δικτάτορας μου διάβαζε ένα του ακόμη σπαρακτικό ποίημα για κάποιο πληγωμένο πουλάκι (επειδή κατά βάθος, όπως είπαμε, όλοι οι δικτάτορες είναι τρυφεροί σαν μωρά), εγώ θα του έλεγα:

– Γουάου! Αυτό ήταν… πραγματικά δεν έχω λόγια!
– Ώστε σου άρεσε; θα έλεγε εκείνος, έτοιμος να κατουρηθεί από τη χαρά του.

– Αν μου άρεσε; Καλά, ερώτηση είναι αυτή;
– Το ’ξερα ότι θα σου αρέσει. Το ’ξερα! Το δούλεψα με πολύ πάθος!

– Καλέ, τι πάθος και τι τέχνη και πόση γνώση της στιχουργικής! Ειδικά εκείνο το σημείο όπου το πουλάκι ζητάει κλαίγοντας τη μαμά του, πραγματικά… δεν υπάρχει αντίστοιχο στην παγκόσμια λογοτεχνία!

– Το πιστεύεις, ε;
– Καλά ψέματα θα σου πω εγώ τώρα; Μικρά παιδιά είμαστε να παίζουμε;

– Λοιπόν, ξέρεις, φίλε μου, με γεμίζεις με πολλή χαρά!
– (Κι εσύ θα με γεμίσεις με πολλά χρήματα…)

– Τι είπες; Δεν άκουσα.
– Α, τίποτε. Να, λέω, αυτό το βάζο ταιριάζει εδώ πολύ.
– Εε…

– Λοιπόν, βασιλιά, πρέπει να συνεχίσεις να γράφεις. Αν δε συνεχίσεις, θα σε μαλώσω. Αφού το έχεις!
– Αχ, σε ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου! Ξέρεις, ήδη έχω ένα πλήθος από νέα θέματα στο μυαλό μου, που τα δουλεύω συνεχώς.

– Πες μου ένα.
– Θα σου πω το καλύτερό μου. Είναι κάτι άκρως απόρρητο, αλλά θα στο αποκαλύψω. Μόνο σε σένα.

– Ταπεινά υποκλίνομαι στη βασιλική σου εύνοια και είμαι όλος αυτιά.
– Πρόκειται για μια συγκλονιστική ιστορία. Σκέφτομαι μάλιστα να τη στείλω και στους Ολυμπιακούς Αγώνες!

– Μόνο στους Ολυμπιακούς; Και στους παραολυμπιακούς και στους Μεσογειακούς και στο διάστημα να τη στείλεις! Θα μείνουν όλοι άφωνοι, στο υπογράφω εγώ, ο Φιλόξενος ο Κυθήριος.

– Μου δίνεις αμέτρητη ενθάρρυνση, αγαπητέ. Ενώ γύρω μου όλοι είναι κακοί και με μαλώνουν!
– Πώς μπορούν να είναι τόσο σκληροί μαζί σου;

– Γι’ αυτό κι εγώ τους στέλνω όλους κατευθείαν στη φυλακή και ύστερα για εκτέλεση…
– Οι εχθροί της λογοτεχνίας τέτοια αξίζουν να παθαίνουν. Όμως ποιο είναι το θέμα της τραγωδίας, δε μου είπες. Σίγουρα κάτι ιλιγγιώδες.

– Και πρωτότυπο! Ξέρεις, σκέφτηκα: Όλο για μύθους ηρώων και θεών θα λέμε τώρα;
– Πιο σοφά δε θα μπορούσα να μιλήσω. Για συνέχισε όμως.

– Έτσι, αποφάσισα να γράψω μια τραγωδία για ένα φτωχό αρκουδάκι που έχασε τον δρόμο του στο δάσος και ύστερα ήρθαν κάτι κακοί ληστές που το πήραν και… Όμως τι έπαθες; Γιατί στράβωσε το στόμα σου και σε βλέπω σκεφτικό;

– Δεν είμαι σκεφτικός. Απλά έχω μείνει speechless.
– Τι ακριβώς έμεινες; Δεν κατάλαβα την τελευταία λέξη.

– Ξέχνα την. Δεν έχουν εφευρεθεί τα αγγλικά ακόμη. Όμως πες μου: Μόνος σου σκέφτηκες αυτό το θέμα;
– Όχι φυσικά.

– Είπα κι εγώ: «Μα εντελώς μόνος;».

– Είχα και τη βοήθεια των Μουσών. Τις επικαλούμαι πάντα προτού αρχίσω να γράφω.
– Κι εκείνες έρχονται; Αλλά τι ρωτάω; Αφού φαίνεται από το αποτέλεσμα!

– Και ο Δίας με βοήθησε λιγάκι, οφείλω να ομολογήσω.
– Γιατί, τη βοήθεια της Ήρας πού την πας;

– Αχ, ελπίζω να αρέσει στην κριτική επιτροπή των αγώνων!
– Καλέ, τι λες τώρα; Τέτοια έργα τα προσμένουν πώς και πώς! Πρόσθεσε και λίγο σεξ μέσα και θα το δεχτούν σίγουρα στους Ολυμπιακούς. Εκτός κι αν βρίσκεται στην επιτροπή η Γιάννα Αγγελοπούλου. Αυτής δεν της αρέσουν τα πρόστυχα.

– Ποια;
– Άσ’ το. Μια θέα. Του μέλλοντος.

– Αγαπημένε μου Φιλόξενε!
– Αγαπημένε μου βασιλιά!

……………

Υ.Γ. 1: Διότι έτσι χτίζονται οι σχέσεις μεταξύ λογοτεχνών, εκδοτικών, επιτροπών διαγωνισμών και λοιπών καλλιτεχνών. Αφήστε την Τέχνη και την τελειότητα για τους φυλακισμένους στα Λατομεία και τους Πλάτωνες που τους πουλούν δούλους.

Υ.Γ. 2: Κάτι είπα στην αρχή για μαύρη γάτα που σε περιμένει έξω από το σπίτι σου, αν θίξεις την υπόληψη συγγραφέα; Λοιπόν, αφού έγραψα διάφορα κακά για τους ομότεχνους, βγήκα για λίγο από το σπίτι μου. Έξω με περίμενε μια μαύρη γάτα… (Τόση αλληλεπίδραση με το σύμπαν δε θα μου βγει σε καλό.)

[Φωτό του άρθρου:
«Σαπφώ και Αλκαίος », του Lawrence Alma-Tadema (1836-1912), από Wikimedia Commons]

]]>
Συναινούντων Αλγορίθμων https://petrosevag.gr/%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%b1%ce%b9%ce%bd%ce%bf%cf%8d%ce%bd%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%b1%ce%bb%ce%b3%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b8%ce%bc%cf%89%ce%bd/ Mon, 17 Feb 2020 14:53:32 +0000 http://petrosevag.gr/?p=1988 Συναινούντων Αλγορίθμων Περισσότερα »

]]>
[Βρισκόμαστε στο έτος 2047. Γνωστή εταιρεία σοκολάτας προβάλλει ταινία μικρού μήκους,
αφιερωμένη στη Valentine’s Day και στη διαφορετικότητα.]


Ο Παύλος Ιωάννου -τον οποίο, αγαπητοί θεατές, βλέπετε εδώ να περπατά σε κεντρική λεωφόρο της πρωτεύουσας, χαμογελώντας ανέμελα και μιλώντας στο κινητό, ντυμένο με casual αλλά πάντα προσεγμένα ρούχα- είναι ένας όμορφος εικοσιεφτάχρονος άνδρας, με ατίθασα, μαύρα μαλλιά και γραμμωμένο κορμί. Έχει βλέμμα συνήθως χαρούμενο και καλοσυνάτο, όπως τώρα. Πρόκειται για έναν νέο άνθρωπο, πλημμυρισμένο από οράματα για έναν κόσμο καλύτερο από αυτόν τον δίχως ηθικές αρχές και αξίες, στον οποίο ζούμε. Τα πρωινά εργάζεται ως ηλεκτρολόγος, ενώ τα απογεύματα παρακολουθεί σεμινάρια, σε ποικίλους τομείς, προκειμένου να συμπληρώσει τις γνώσεις του και να αποκτήσει καινούργιες δεξιότητες. Σε ένα λοιπόν από αυτά, συγκεκριμένα στο μάθημα Κατεργασίας Μετάλλου, ήταν που γνώρισε και αισθάνθηκε πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη γυναίκα του γείτονά του.

«Ουπς! Του γείτονα;;;»
«Ναι, του γείτονα!»
«Αχα!»
«Γιατί ‘αχά’; Επιτέλους τι κακό έκανα; Σκότωσα μήπως κανέναν;» λέει συχνά στους εσωτερικούς του μονολόγους.

Κάποια θυελλώδη νύχτα γεμάτη κεραυνούς, στα μέσα Φεβρουαρίου του 2047, παίρνει επιτέλους τη δύσκολη απόφαση. Το επόμενο κιόλας πρωί θα πάει και θα αποκαλύψει τον τρελό του έρωτα στη θεά του Έρωτα Μαίρη Rodríguez, ισπανικής κουλτούρας και καταγωγής, η οποία διαθέτει ένα κορμί γεμάτο αισθησιακές καμπύλες, όψη που θυμίζει Ινδή πριγκίπισσα και Λατίνα χορεύτρια μαζί, χείλη γεμάτα επιθυμία, μάτια πράσινα, που καίνε τις καρδιές. Αυτό το πλάσμα θαρρείς πως δεν είναι αληθινό αλλά πως προήλθε από κάποιο εξελιγμένο video editing software!
(Κι η αλήθεια είναι πως για τους σκοπούς της ταινίας με κάποιο video editing software -το πιο ισχυρό- τη βελτίωσαν, επειδή η πραγματική ηθοποιός ήταν από εμφάνιση άσ’ τα να πάνε.)

Βρισκόμαστε στο επόμενο λοιπόν πρωί από εκείνη τη νύχτα, 11:42πμ ακριβώς, και η ιστορία μας ξεκινά. Σίγουρα ο άνδρας της Μαίρης, ένας γοητευτικός σαρανταπεντάρης, πετυχημένος διευθυντής σε μεγάλη διαφημιστική εταιρεία, δε θα έχει επιστρέψει ακόμη από τη δουλειά, σκέφτεται ο Παύλος. Είναι η κατάλληλη ώρα για να κάνει την κίνησή του! Μπαίνει στο μπάνιο για ένα γρήγορο ντους, χτενίζεται, βάζει ζελέ στα μαλλιά, φορά κάτι εφαρμοστό και ημιδιάφανο, ώστε να διακρίνονται και να τονίζονται οι κοιλιακοί, το καλοφτιαγμένο στήθος και όλα τα υπόλοιπα προσόντα του, και έπειτα από λίγο στέκεται χαμογελαστός μπροστά στην ακριβή, θωρακισμένη πόρτα του σπιτιού της Μαίρης.

Κικιρίκου! ακούγεται το γλυκόλαλο κελάηδισμα του κουδουνιού. Ανοίγει όμως την πόρτα όχι η θεά του Έρωτα αλλά ο άνδρας της, ο Ανδρέας.

Ο Ανδρέας Larsson, με σουηδική καταγωγή από τη μητέρα του, είναι κάτι σαν ενσάρκωση της ωριμότητας στον άνδρα και θεός Απόλλωνας μαζί, στην ίδια συσκευασία. Έχει μάτια γκριζοπράσινα, σε μια απόχρωση που σπάνια συναντάς, μαλλιά καστανόξανθα σε μπούκλες, που έχουν αρχίσει ελαφρά να γκριζάρουν, κουρεμένα τώρα βαθιά στο πλάι, παχιά μολυβί φρύδια που υποδηλώνουν σκεπτόμενο άνθρωπο, αψεγάδιαστο δέρμα, θαρρείς εικοσάχρονου, πλαισιωμένο με γένια τριών ή τεσσάρων ημερών που τον δείχνουν πιο τραχύ και αρρενωπό. Αντίθετα με τις περισσότερες φορές που θυμίζει fashion icon, εκείνη τη στιγμή είναι ντυμένος πρόχειρα: ένα μονόχρωμο τιρκουάζ T-shirt με λαιμόκοψη, που τονίζει το χρώμα των ματιών του και αποκαλύπτει δίχως αιδώ το τριχωτό στήθος του, και ένα στενό τζιν παντελόνι. Φορά σαγιονάρες κολυμβητηρίου ARENA σε μαύρο χρώμα και αθλητική γραμμή. Από τα ωραία μαλλιά του στάζουν σαν διαμάντια πρόσφατες σταγόνες νερού.

– Συγνώμη, χτύπησα λάθος κουδούνι, πετά ο Παύλος μια πρόχειρη δικαιολογία και κάνει στροφή, έτοιμος να φύγει.

Ο Ανδρέας όμως τον πιάνει από τον αγκώνα. Κάτι υπάρχει σε κείνη τη λαβή: μια θερμότητα… Ο Παύλος κοιτά τη λαβή. Ο Ανδρέας τον αφήνει.

– Σίγουρα δεν ήθελες να χτυπήσεις… αυτό το κουδούνι; ρωτά με μυστηριακό ύφος και ο Παύλος τότε γυρνά και ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο απέναντι διαμέρισμα, όπου μένει η κυρα-Φρόσω, μια στριμμένη γριά με Αλτσχάιμερ.

– Εντάξει, αυτό ήθελα, παραδέχεται συντετριμμένος. Όμως ήρθα σε ακατάλληλη στιγμή, καθώς βλέπω. Λοιπόν, χάρηκα που τα είπαμε, ας φύγω τώρα.

– Διόλου ακατάλληλη στιγμή. Απλά μόλις έκανα ένα ντους. Θα περάσεις;

– Ήθελα να πω κάτι στη Μαίρη. Ξέρεις, είμαστε συμμαθητές στο σεμινάριο Κατεργασίας Μετάλλου…

– Το ξέρω. Μου έχει δείξει φωτογραφίες από το τμήμα σας.

– …και επειδή έλειψε την τελευταία φορά, σκέφτηκα πως… πως ίσως θα ήθελε να της εξηγήσω το μάθημα. Είναι εδώ; ρωτάει με ηλίθιο ύφος ο Παύλος, ο οποίος δεν έχει ιδέα αν έλειψε η Μαίρη στο προηγούμενο μάθημα, καθώς ο ίδιος είχε κάνει κοπάνα.

– Όχι. Βγήκε στην αγορά. Είπε ότι θα αργήσει μάλλον. Εγώ από την άλλη σήμερα είχα ρεπό. Θα περάσεις; επαναλαμβάνει την ερώτηση και ο Παύλος διαπιστώνει τότε για πρώτη φορά πως τα γκριζοπράσινα μάτια του Ανδρέα είναι δύο πηγές που στάζουν αενάως μέλι.

Παίρνει βαθιά ανάσα, ισιώνει το κορμί και λέει:

– Άκουσέ με προσεκτικά, Ανδρέα. Δεν πρόκειται για δικά μου λόγια αυτά που θα πω. Όπως πιθανόν θα γνωρίζεις, έγκριτοι φιλόσοφοι και επιστήμονες στην Ευρώπη και στην Αμερική έχουν αποδείξει στις μελέτες τους πως όλοι μας δεν είμαστε παρά μόνο ζώα και προϊόντα της τύχης. Αυτό που ψάχνει κάθε αρσενικό είναι ένας ζεστός σωλήνας να αποθέσει τον σπόρο του, ενώ το περίβλημα του σωλήνα πραγματικά έχει ελάχιστη σημασία. Τι μια γυναίκα λοιπόν, τι ένας άνδρας; Αφού στο τέλος την ίδια χρήση και οι δύο δεν έχουν; Ήρθα βέβαια για τη Μαίρη, το ομολογώ. Όμως νομίζω πως κι εσύ αποτελείς μια τέλεια εναλλακτική επιλογή. Αν θέλεις, βέβαια. Και κανείς δε δικαιούται να μας κρίνει! Διότι μεταξύ δύο Συναινούντων Ενηλίκων όλα είναι νόμιμα και εφικτά.

– Ναι, Παύλο! Έτσι, όπως τα λες. Είμαστε όλοι ζώα και προϊόντα της τύχης. Οι σκέψεις μας, τα λόγια, τα συναισθήματά μας, λέει χειρονομώντας με πάθος ο Ανδρέας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά τυχαίοι αλγόριθμοι που δημιουργήθηκαν έπειτα από εκατομμύρια χρόνια υπομονετικής εξέλιξης και εκτελούνται μέσα σε τούτα τα βιολογικά κουτιά που φέρουμε όλοι μας ισοβίως. Δεν είμαστε τίποτε περισσότερο από αυτό: μηχανές που εκτελούν αλγορίθμους. Πέρασε μέσα λοιπόν. Θα σε γδύσω, θα με γδύσεις, θα σε λούσω, θα με λούσεις…

– Μα ήδη κάναμε μπάνιο!

– Δεν έχει σημασία, λέει ο Ανδρέας κουνώντας απορριπτικά το χέρι. Αυτή είναι η στάνταρ διαδικασία που ακολουθείται απαρέγκλιτα σε όλες τις ταινίες του Χόλιγουντ που σέβονται τον εαυτό τους – δε θέλω να με διακόπτεις! Αφού λουστούμε λοιπόν, ύστερα θα ξαναντύσουμε ο ένας τον άλλον, θα καθίσουμε στον καναπέ, θα βάλω ρομαντική μουσική, θα σου ζητήσω συγγνώμη, θα μου ζητήσεις κι εσύ -επειδή έτσι κάνουμε με τις γυναίκες και το απαιτούν-, έπειτα θα ανάψουμε τσιγάρο, θα πούμε κάνα δυο φιλοσοφικά πάνω στη ζωή, για παράδειγμα:

«Διαβάζετε Σαρτρ;»
«Αχ, ναι, είναι καταπληκτικός!»
«Πώς φαντάζεστε τον έρωτα;»
«Λουλούδια, ακρογιαλιές και πολλά-πολλά παιδιά!»

Και αμέσως μετά από αυτά τα διαδικαστικά, θα αρχίσουμε πάλι να ξεντυνόμαστε, προκειμένου…

– …να αναζητήσουμε νέες ατραπούς που οδηγούν στον θαυμαστό Ναό της Γνώσης! Yesss!!! λέει υψώνοντας ο Παύλος τη γροθιά ενθουσιασμένος.

– Ναι, φίλε μου. Ακριβώς αυτό που είπες! Ξέρεις να τα θέτεις όλα τόσο όμορφα!

Ο Παύλος περνάει στο σαλόνι και οι δύο άντρες αρχίζουν να ξεντύνονται αργά και ηδονικά. Τότε ακριβώς ανοίγει η εξώπορτα και μπαίνει η Μαίρη μέσα. Προσπερνάει αδιάφορη το χολ πηγαίνοντας για την κουζίνα, αλλά γυρνάει αμέσως πίσω με την όπισθεν, επειδή ξαφνικά διαπίστωσε πως είχε δει στο σαλόνι… Τα ψώνια τής πέφτουν με έναν γδούπο στο πάτωμα. Πιάνει το κεφάλι της και βγάζει σπαρακτική κραυγή:

– Α Ν Δ Ρ Ε Α !!!

– Μ Α Ι Ρ Η !!! γυρνάει εκείνος έκπληκτος, καθώς δεν την είχε αντιληφθεί που μπήκε.

– Ανδρέα… Ανδρέα… μη μου πεις…!

– Όχι, Μαίρη! Δεν είναι αυτό που νομίζεις!

– Αν δεν είναι αυτό που νομίζω, Ανδρέα, τότε πες μου: Τι άλλο μπορεί να είναι;

– Είναι… έεμ… να, εγώ και ο Παύλος, ξέρεις, σκεφτήκαμε σήμερα το πρωί να αναζητήσουμε νέες ατραπούς που οδηγούν στον θαυμαστό Ναό της Γνώσης, λέει και ανεβάζει γρήγορα το μισοκατεβασμένο παντελόνι του.

– Ανδρέα, πες μου: Έχεις τρελαθεί;;; Προσπαθείς δηλαδή να διαλύσεις τον γάμο μας; λέει εκείνη σε έξαλλη κατάσταση.

– Όχι, αγάπη μου, απαντά γλυκά και την πλησιάζει προσπαθώντας να τη χαϊδέψει.

– Άσε με! τσιρίζει και του τινάζει πέρα το χέρι. Στο έχω πει τόσες φορές ότι δε θέλω να δω ξανά ψίχουλα στο πάτωμα! Κι εσύ επιμένεις διαρκώς τα ίδια. Νομίζω την τελευταία φορά στο είχα κάνει απόλυτα σαφές: Αν λερώσεις ξανά το χαλί, αυτό θα αποτελέσει αιτία χωρισμού!

– Δηλαδή… για τα ψίχουλα από το τοστ είναι που φωνάζεις; ρωτά με γουρλωμένα μάτια ο Ανδρέας.

– Ναι. Τι άλλο; λέει η Μαίρη, τινάζοντας αγέρωχα πίσω τα πλούσια, ξανθά μαλλιά της. Η καθαρίστρια δεν μπορεί να έρχεται κάθε λίγο και λιγάκι. Αρρωσταίνω όταν βλέπω κάτω λερωμένα!

– Θα σε βοηθήσω, μωρό μου, με το σκούπισμα εγώ. Δηλαδή, δε θα σε βοηθήσω απλά: Θα το κάνω όλο μόνος μου! Ευχαριστημένη;

– Ναι, λέει εκείνη ναζιάρικα, σουφρώνοντας τα χείλη.

– Όμως μη με εγκαταλείψεις, μωρό μου. Δε θα το αντέξω! Σε αγαπώ τόσο πολύ! Θυμήσου: Θυμήσου εκείνη την ανεπανάληπτη νύχτα της δεξίωσης, που σε είδα για πρώτη φορά και ερωτευτήκαμε ο ένας τον άλλον κεραυνοβόλα… Είχαμε αγάπη θαυμαστή, ολόγλυκη… σαν έναν μαύρο πειρασμό! λέει με φωνή διαφημιστή μπροστά σε κοινό.

//*Προσοχή: Η ταινία περιέχει τοποθέτηση προϊόντος*//

Ο Ανδρέας βγάζει από την ασφυκτικά στενή τσέπη του εφαρμοστού παντελονιού του μια σοκολάτα Lacta με φουντούκια, τεραστίου μεγέθους, σαράντα εφτά επί δεκατρία εκατοστά, πάχος τρία, γεμάτη εξογκώματα και καμπύλες, την ξετυλίγει και δαγκώνει ηδονικά την πρώτη μπουκιά, παράγοντας ένα «κρακ» γεμάτο υπονοούμενα. Ύστερα μασά αργά, μουγκρίζοντας κάθε τόσο, λες και κάνει έρωτα με τη σοκολάτα, και αναφωνώντας διάφορα μότο:
«Μεγάααλη μπουκιά, μεγάααλη απόλαυση!».
Κι επίσης:
«Φέτος του Αγίου Βαλεντίνου ζήσε τον έρωτά σου από την αρχή!».
Την ίδια στιγμή στο μπακράουντ μια ρομαντική τζαζ μουσική ξεκινά να παίζει μόνη της.

– Κι εσύ θυμήσου την πρώτη φορά που με απάτησες. Με την καλύτερή μου φίλη μάλιστα! λέει κλαψουρίζοντας η Μαίρη και βγάζει από τη μικροσκοπική μαύρη τσάντα της έναν γύρο πίτα απ’ όλα με τζατζίκι, ασύλληπτου μεγέθους, ικανό να χορτάσει εφτά γεροδεμένους άντρες, από τον οποίο ξεχειλίζουν οι πατάτες, το μαρούλι και το κρεμμύδι, και ξεκινά να τρώει ασύστολα, δίχως την παραμικρή αίσθηση των πλέον στοιχειωδών κανόνων του Savoir vivre.

Η ρομαντική μουσική διακόπτεται απότομα με μια παράφωνη νότα.

– Ωραία τα είπαμε, εγώ λέω τώρα να πηγαίνω… μουρμουρίζει πίσω τους ο Παύλος, που φορά με μια άψογη, αθλητική κίνηση το εφαρμοστό, ελαστικό, λευκό πουκάμισο πάνω στο ποθητό κορμί του, αφήνοντας παρ’ όλα αυτά όλα τα κουμπιά άνω του αφαλού ξεκούμπωτα, ώστε να φαίνονται με ευκρίνεια όσα υπό άλλες περιστάσεις οφείλουν να κρυφτούν. Διότι…

– … «τα κουμπιά είναι για να ξεκουμπώνονται» λέει η Μαίρη, προσέχοντας ξαφνικά ότι υπάρχει και κάποιος άλλος στο σπίτι. Βλέπω, συμμαθητά, σας το μάθανε αυτό στο σχολείο!

– «Και τα παντελόνια για να κατεβαίνουν». Ναι, συμμαθήτρια. Εννοείται πως όλοι θυμόμαστε το λεπτής ευαισθησίας και κάλλους ποίημα «Αγαπώ το σεξ» από το αναγνωστικό της Δευτέρας Δημοτικού, με το οποίο εμείς τα αφελή παιδιά πληροφορηθήκαμε για πρώτη φορά ότι ο κόσμος στον οποίο κατοικούμε είναι πιο ευρύς και πιο πολύπλοκος από την τραμπάλα και το τόπι που παίζαμε έως τότε. Διότι «υπάρχουν και… άλλα παιχνίδια» έλεγε κάθε τόσο, εν είδει ρεφρέν, το ποίημα. Όμως γιατί το θυμήθηκες τώρα και τι ακριβώς θέλεις να πεις;

– Αυτό ακριβώς που ήθελα πάντα να σου πω, Παύλο! Από την πρώτη στιγμή μάλιστα που σε αντίκρισα στα μαθήματα Κατασκευής Πυρομαχικών… (μια νοσταλγική μουσική ξεκινά να παίζει μόνη της στο μπακράουντ, μαζί με κρότους από εκρήξεις, πυροβολισμούς και ιαχές τύπου «ορμάτε, αδέλφια!») …αλλά εγώ βλέπεις ήμουν σε άλλο τμήμα και δεν αποφάσιζα ακόμη να σου μιλήσω.

– Ω! αναφωνεί ο Παύλος, μένοντας με το στόμα ανοιχτό.

– Κι ύστερα, στις συναντήσεις Ανώνυμων Ορειβατών, για απεξάρτηση από το επικατάρατο πάθος της ορειβασίας, που σε έβλεπα τόσο αθλητικό και γεροδεμένο, ενώ εγώ με δυσκολία σκαρφάλωνα και στην πιο βατή ραχούλα, μονίμως η δύστυχη στα όρια της απεξάρτησης έτσι κι αλλιώς – και τότε πάλι δεν τόλμησα να σε πλησιάσω.

– Ωχό! αναστενάζει τώρα πιο δυνατά ο Παύλος.

– Κι ύστερα στα μαθήματα Κατεργασίας Μετάλλου, ο ίδιος πάλι φόβος απόρριψης, αν και επιτέλους κάναμε μαζί -κολλητά τα ποθητά κορμιά μας του ενός στου άλλου- συγκόλληση τμημάτων μεσαιωνικού ξίφους, ποτισμένου με αίμα δράκου, ώστε να μη ραγίζει ποτέ στη μάχη, και διαβασμένου με ξόρκια των πιο φημισμένων μάγων, προκειμένου να νικάει όλους τους αντιπάλους. Όμως και τότε ακόμη δίσταζα. Δίσταζα τόσο πολύ, Παύλο!

– Ωχοχοχό! βογκάει εκείνος, ακόμη πιο δυνατά.

– Αμάν πια! Πες και καμιά λέξη με νόημα! διαμαρτύρεται ο Ανδρέας.

– Δηλαδή… Δηλαδή… Δηλαδή… ψιθυρίζει λαχανιασμένος ο Παύλος.

– Ναι! Ω, ναι! απαντά ανυπόμονα η Μαίρη, κουνώντας πέρα-δώθε το κεφάλι.

– Δηλαδή… Δηλαδή… Δηλαδή…

– Ωχ, κόλλησε η βελόνα… μουρμουρίζει ο Ανδρέας.

– Ακριβώς, Παύλο! λέει η Μαίρη. Αυτό ακριβώς που σκέφτεσαι τώρα δα!

– Δηλαδή…

– Όχι πάλι, Θεέ μου! λέει ο Ανδρέας χτυπώντας το μέτωπό του.

– Δηλαδή, Μαίρη… Με αγαπάς;;;

– Γιατί, καλέ, να σε αγαπώ; σουφρώνει απότομα τα μούτρα εκείνη.

– Ε, τότε; λέει ο Παύλος.

– Ε, τότε; λέει κι ο Ανδρέας.

– Να, ήθελα να πω ότι, θα γνωρίζετε πιστεύω, πως μελέτες έγκριτων φιλοσόφων και επιστημόνων της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής, απέδειξαν με επίπεδο επιχειρημάτων που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, πως δεν είμαστε παρά μόνο ζώα…

– …και προϊόντα της τύχης, λένε με ένα στόμα οι δύο άντρες.

– …και εκτελούμε μέσα σε αυτά τα στενά βιολογικά κουτιά που φέρουμε όλοι ισοβίως, τυχαίους αλγορίθμους, τους οποίους η Φύση έπλασε υπομονετικά για χάρη μας σε διάρκεια εκατομμυρίων ετών.

– Το ξέρουμε όλοι αυτό, Μαίρη. Get to the point! τη διακόπτει ο Ανδρέας ανυπόμονα.

– Αυτούς τους αλγορίθμους λοιπόν… έεμ… έχω προβληματιστεί, ξέρετε, πολλές φορές, σε στιγμές που ήμουν μόνη στην πολυτελή κάμαρά μου και ατένιζα πίσω από το θολό τζάμι τα γυμνά κλαδιά των δέντρων μες στη βροχή και αναρωτιόμουν τι είναι η ζωή και τι ο θάνατος, αυτούς τους αλγορίθμους λοιπόν, σκέφτηκα, είμαστε σίγουροι πως τους έχουμε δοκιμάσει όλους;

– ΟΧΙ !!! φωνάζουν και οι δύο άντρες με ένα στόμα. ΜΑΣ ΛΕΙΠΟΥΝ ΜΕΡΙΚΟΙ ΑΚΟΜΗ !!!

– Πολύ πρόθυμους σας ακούω και ανησυχώ. Είστε σίγουρα καλά εσείς οι δύο;

– ΠΟΤΕ ΞΕΚΙΝΑΜΕ;;; φωνάζουν με έξαψη και αρχίζουν να βγάζουν ξανά τα ρούχα τους.

– Καλέ, γιατί βγάζετε τα ρούχα τώρα; λέει εκείνη απορημένη. Έτσι θα έρθετε στο σουπερμάρκετ; Γυμνοί;

– Γιατί στο σουπερμάρκετ; ρωτάει μπερδεμένος ο Παύλος. Εκεί θα το κάνουμε;

– Φυσικά. Πού αλλού μπορούμε να ψωνίσουμε με άνεση και πολιτισμό;

– Να ψωνίσουμε; λέει ο Ανδρέας.

– Αυτό δεν κάνουν στο σουπερμάρκετ;

– Εε… συνήθως αυτό, όμως εγώ σκέφτηκα μήπως κάναμε και τίποτε άλλο…

– Τι άλλο; Με μπερδεύεις τώρα και θα χάσω το νήμα της σκέψης μου.

– Η οποία ποια ήταν; ρωτάει ο Παύλος.

– Να, σκέφτηκα… λέει η Μαίρη, ότι ποτέ δεν έχω συναντήσει δύο άντρες να βοηθούν μία γυναίκα στα ψώνια. Κυρίως μόνη της πηγαίνει, ενώ ελάχιστες είναι οι φορές που θα δεις να τη συνοδεύει ο σύντροφός της. Δύο αρσενικοί υπηρέτες ωστόσο για μία και μόνη θηλυκή… άα, αυτός είναι σίγουρα ένας αλγόριθμος που δεν τρέχει συχνά στα παγκόσμια κομπιούτερ! λέει σηκώνοντας ενθουσιασμένη την παλάμη.

Και οι δύο ξεφουσκώνουν απότομα. Αρχίζουν ξανά να ντύνονται. Ο Παύλος κουμπώνει μέχρι και το τελευταίο πάνω κουμπί του ελαστικού, εφαρμοστού, σέξι πουκαμίσου του.

– Εγώ λέω τώρα να πηγαίνω, λέει. Ωραία τα είπαμε.

– Κι εγώ λέω να πηγαίνω, λέει ο Ανδρέας. Το ρεπό μου ξαφνικά τελείωσε.

– Πώς το ξέρεις; απορεί η Μαίρη. Σε τηλεφώνησαν από το γραφείο;

– Όχι, αλλά ξέρεις τώρα. Το νιώθω… I can feel it! αναφωνεί εκστατικά.

– Περιμένετε! φωνάζει επιτακτικά η Μαίρη. Τι ακριβώς θέλατε να μου πείτε εσείς οι δύο προηγουμένως; Ή μάλλον: Τι περιμένατε ΕΓΩ να σας πω; Διότι… εχ, εχ, λέει γελώντας αυτάρεσκα, δεν είμαι δα και καμιά χαζή, ε; Φυσικά και κατάλαβα ότι ΚΑΤΙ άλλο παίζει!

– Αγάπη μου, αν εσύ είσαι χαζή, τότε πώς είναι οι έξυπνοι; λέει ο Ανδρέας.

[Συνεχίζεται]

[Φωτο με σειρά εμφάνισης από:
Dallas Reedy, Drew Hays, Lacta, Nik Shuliahin]

]]>
Μικροί Δεινόσαυροι-Μέρος Δ΄ https://petrosevag.gr/%ce%bc%ce%b9%ce%ba%cf%81%ce%bf%ce%af-%ce%b4%ce%b5%ce%b9%ce%bd%cf%8c%cf%83%ce%b1%cf%85%cf%81%ce%bf%ce%b9-%ce%bc%ce%ad%cf%81%ce%bf%cf%82-%ce%b4%ce%84/ Sat, 08 Feb 2020 17:45:07 +0000 http://petrosevag.gr/?p=1941 Μικροί Δεινόσαυροι-Μέρος Δ΄ Περισσότερα »

]]>
Όμως ας ολοκληρώσουμε την περιήγησή μας στο ανείπωτα μικρό, μελετώντας ένα άλλο, εκπληκτικό νανο-διήγημα. Η Dorothy Parker (1893-1967) ήταν Αμερικανίδα συγγραφέας, ποιήτρια, κριτικός, φεμινίστρια και σοσιαλίστρια, με φιλελεύθερες απόψεις και ταραχώδη ζωή. Η σατιρική της ικανότητα έκρυβε ικανοποιητικά τη σοβαρή κατάθλιψη από την οποία έπασχε και τις απόπειρες αυτοκτονίας. Έχει αποτυπώσει με επιτυχία κάποιες από τις κοινωνικές ιδιορρυθμίες του 20ού αιώνα σε διάφορα κείμενά της. Στο διήγημά της “A Telephone Call” (έκτασης 2.373 λέξεων) περιγράφει την ψυχική κατάσταση μιας κοπέλας που περιμένει -μάταια- δίπλα στο τηλέφωνο να την καλέσει ο σύντροφός της. Αν και θεωρείται από πολλούς ένα ενδιαφέρον κείμενο, ωστόσο έχει γράψει κάτι άλλο, κατά τη γνώμη μου πολύ ανώτερο. Τίτλος του:

Αναμονή

Όταν το τηλέφωνο δε χτύπησε, ήξερα πως ήσουν εσύ.

Μέσα σε ελάχιστες λέξεις δημιουργεί μια ατμόσφαιρα τρομερής αναμονής. Αιώνιας… Δίχως τέλος, πιθανόν και δίχως αρχή… Όχι φυσικά επειδή το κουδούνισμα τελικά δεν ακούστηκε -θα είχαμε τότε την τυπική περίπτωση μιας ερωτευμένης γυναίκας που περιμένει εναγωνίως να μιλήσει με τον αγαπημένο της-, αλλά επειδή τούτα τα λεπτά, ή ίσως ώρες, σιγής μέσα στο δωμάτιο, πλάι στη συσκευή του τηλεφώνου, μοιάζουν να διαστέλλονται ως το άπειρο. Αυτό το καταφέρνει η συγγραφέας με τα πλέον λιτά μέσα: με ένα «δεν» στην πρώτη πρόταση και με ένα «ήξερα» στην τελευταία. Διότι στον φυσιολογικό τρόπο γραφής θα περιμέναμε είτε κάτι σαν το: «Όταν επί ώρα δε χτύπησε το τηλέφωνο, κατάλαβα πως με είχες ξεχάσει» είτε το: «Όταν το τηλέφωνο χτύπησε, ήξερα πως ήσουν εσύ». Εδώ όμως συμβαίνει κάτι πολύ διαφορετικό: Το πρώτο άκρο της μίας εκδοχής περιστρέφεται (με την αφαίρεση του «επί ώρα») και συγκολλάται στο δεύτερο άκρο της άλλης.

Ας κάνουμε στο σημείο αυτό μια χρήσιμη παρένθεση από τον κόσμο των Μαθηματικών. Ο Γερμανός μαθηματικός August Möbius δημιούργησε το 1858 ένα είδος γεωμετρικού σχήματος, που σε κάποιες μορφές του είναι αδύνατον να απεικονιστεί στον Ευκλείδιο χώρο. Η «Λωρίδα του Möbius», σε αντίθεση με ό,τι γνωρίζουμε εκ πείρας, έχει μόνο μία πλευρά. Η πιο απλή εκδοχή της μπορεί να υλοποιηθεί αν πάρουμε ένα ορθογώνιο κομμάτι χαρτί, περιστρέψουμε το ένα άκρο του και το ενώσουμε στο άλλο. Μια κωμική -αλλά και ανατριχιαστική- απεικόνιση σε κάποια παλιότερα βιβλία μαθηματικών, έδειχνε τη Λωρίδα και μια σειρά από μυρμήγκια που περπατούν πάνω της. Τα μυρμήγκια δεν πρόκειται ποτέ να βρουν κάποια έξοδο, αλλά θα επανέρχονται αμέτρητες φορές στην αρχή, έχοντας διασχίσει ΚΑΙ τις δύο πλευρές, που είναι ωστόσο μία, αυτού του αλλόκοτου σχήματος…

“Möbius Strip II”, ξυλόγλυπτο του M. C. Escher

Είπε το μυρμήγκι:
Ολοένα γυρνάμε από εδώ και από εκεί
και το μόνο που έχουμε βρει
είναι πως η άλλη πλευρά δεν είναι εκεί.

Ας μη χαμογελάσει κανείς επειδή μιλάμε για μυρμήγκια. Τα πραγματικά μυρμήγκια δεν είναι διόλου χαζά. Δεν αναζητούν ούτε συνηθίζουν να εισχωρούν σε παράξενα αδιέξοδα. Σε τέτοιου είδους καταστάσεις μπλέκουν συνήθως μόνον οι άνθρωποι…

Υπάρχει μια ολόκληρη κινηματογραφική ταινία (“Möbius”) του 2013 με αυτή την αρχιτεκτονική στην πλοκή της. Πρωταγωνιστές, οι πολύ καλοί ηθοποιοί Jean Dujardin, Cécile de France και Tim Roth. Μια χαρακτηριστική φράση της ταινίας: “You think people are working for you but actually you are working for them.” («Νομίζεις ότι οι άλλοι δουλεύουν για σένα, όμως στην πραγματικότητα δουλεύεις εσύ για αυτούς».) Το σενάριό της στηρίζεται στην ανατροπή του ίδιου του σεναρίου, και τελικά και των απλών κανόνων της λογικής. Κι όμως εμείς παρ’ όλα αυτά επιμένουμε να ερμηνεύσουμε την ιστορία με τους απλούς κανόνες της λογικής… Όταν φτάσουμε στο τέλος της, και επειδή το τέλος κάθε ταινίας με ανατροπές εξηγεί την αρχή, πηγαίνουμε στην αρχή με τις νέες γνώσεις που αποκτήσαμε, όμως η αρχή μοιάζει να μην είναι αρχή αλλά τέλος. Διότι είναι περιεστραμμένη… Αυτό μας τρομάζει, επειδή η ανθρώπινη λογική απαιτεί δύο πλευρές σε ένα επίπεδο σχήμα. Και όχι μία, η οποία είναι δύο. Ξανά πηγαίνουμε στο τέλος και από εκεί στην αρχή και από εκεί στο τέλος… Σαν ένα γεωμετρικό σχήμα από κάποιο Möbius-τύπου σύμπαν, το οποίο αγωνιζόμαστε να το τεντώσουμε, να το ισιώσουμε, προκειμένου τελικά να το απεικονίσουμε στον αυστηρό μα τόσο οικείο στο μυαλό μας Ευκλείδειο χώρο. Όμοια δηλαδή και με το, σχεδόν υπεράνθρωπο, αδιέξοδο που διαπραγματεύεται στον ελάχιστο χώρο του το προηγούμενο διήγημα της Dorothy Parker. Ακολουθείστε παρακαλώ τον συλλογισμό του δικού μου «μυρμηγκιού», που ωστόσο και αυτός δε βγάζει πουθενά:

Οποιαδήποτε μυθιστορηματική πλοκή, είτε εκτενής είτε σύντομη, τοποθετείται σε ένα διάστημα χρόνου και περιέχει ένα ή περισσότερα γεγονότα. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ξαφνικά στην ιστορία μας, σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, συναντούμε ένα γεγονός. Τότε αναμένουμε να διαβάσουμε κάπου στη συνέχεια ποιο είναι το αποτέλεσμά του. Σε τούτη δω την ιστορία όμως συμβαίνει κάτι πολύ διαφορετικό: Η άρνηση στην πρώτη πρόταση («δε χτύπησε»), είναι ένα ΜΗ-γεγονός. Βέβαια, πρόκειται για κάτι απόλυτα φυσιολογικό σε μια ιστορία, το να πούμε ότι μια πράξη τελικά δε συνέβη. Ωστόσο σκεφτείτε πιο προσεκτικά: Σε τέτοιες περιπτώσεις είτε θα υπάρχει ένα πρότερο γεγονός, στο οποίο δεν επακολουθεί αντίδραση (π.χ.: «Τον ρώτησε, αλλά εκείνος δεν απάντησε»), είτε θα υπάρχει ένα ολόκληρο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα γεγονός ποτέ δε συνέβη (π.χ.: «Περίμενα είκοσι λεπτά, όμως κανείς δεν ήρθε»).

Στο διήγημα της Parker ωστόσο: Αφενός, το μη-γεγονός «συμβαίνει» ήδη στο ξεκίνημα της ιστορίας – οπότε δεν έχουμε πρότερο γεγονός στο οποίο αυτό να έρχεται ως επακόλουθο. Αφετέρου, «συμβαίνει» (ελπίζω ότι κατανοήσατε γιατί μπαίνουν τα εισαγωγικά) σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή! «Όταν δε χτύπησε το τηλέφωνο…». Το «όταν» πάντα, εξ ορισμού, αναφέρεται σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Όμως σε ποια από τα άπειρα σημεία της δίχως όρια ευθείας του παγκόσμιου χρόνου είναι πιθανόν να αντιστοιχεί τούτο το συγκεκριμένο «όταν»; Μήπως σε όλα; (Φυσικά, από την εγκατάσταση του τηλεφώνου στα αστικά αμερικάνικα σπίτια και μετά…) Αυτή η εξωφρενική διατύπωση οδηγεί τη σκέψη μας, που προσπαθεί αυτόματα να μετατρέψει σε «Ευκλείδεια» όλα τα «σχήματα», στην κατάτμηση του μυθιστορηματικού χρόνου σε απειράριθμα λεπτότατα τμήματα και μέσα σε αυτά να τοποθετήσει -κάπως πιο λογικά πλέον- τη συνθήκη: «Όταν δε χτύπησε…». Είναι λάθος κάτι τέτοιο; Μήπως κάπως έτσι δε θα ενεργούσε και η γεμάτη προσμονή πρωταγωνίστρια αυτής της ιστορίας; Δε θα τεμάχιζε τον προσωπικό χρόνο της αναμονής της σε χιλιάδες αγωνιώδη δευτερόλεπτα;

Αφού το κάναμε λοιπόν αυτό και νιώθουμε πολύ εντάξει με τον εαυτό μας, προχωρούμε στην επόμενη πρόταση του διηγήματος, η οποία ίσως μας προσφέρει ένα μονοπάτι με λιγότερα αγκάθια. Όμως εκεί συναντούμε ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα: «ήξερα πως ήσουν εσύ». Ωστόσο, κάθε συμπέρασμα, ή αποτέλεσμα, θετικής μορφής -όπως το «ήξερα» (ποιος είναι στην άλλη άκρη του τηλεφώνου)- απαιτεί κάτι που έχει συμβεί. Η συγγραφέας εντούτοις κατέληξε σε ένα θετικό συμπέρασμα που δεν αντιστοιχεί σε τίποτε… Χωρίς να έχουμε λοιπόν επιτύχει το παραμικρό, εκτός του ότι έχουμε φορτωθεί δύο ασήκωτα λογικά βάρη μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ανάγνωσης, και επειδή επιθυμούμε να μάθουμε τι προκάλεσε τέλος πάντων ένα τέτοιο παράδοξο συμπέρασμα, επιστρέφουμε και πάλι στην πρώτη πρόταση και στο επόμενο απειροελάχιστο τμήμα χρόνου. Επειδή ίσως συνέβη όντως κάτι ακριβώς σε κείνο το επόμενο τμήμα – παρόλο που ήδη, εξαρχής, γνωρίζουμε πως σε κάθε dt φέτα χρόνου θα ανακαλύπτουμε ξανά και ξανά ένα μη-γεγονός. Θα συναντούμε κάθε φορά το τρομερό για την πανανθρώπινη λογική απόλυτο κενό…

Και πάλι στο σημείο αυτό μία παρένθεση, από διαφορετικό είδος τέχνης τούτη τη φορά. Στο μεγαλοφυές και πολύπλοκο έργο του Μπαχ «Μουσική προσφορά» (“Das Musikalische Opfer”) συναντούμε μια σύντομη, αινιγματική μελωδία. Πρόκειται για έναν «καρκινικό κανόνα», όπως λέγεται στη μουσική ορολογία, επειδή μπορεί να παιχτεί από την αρχή προς το τέλος αλλά και από το τέλος προς την αρχή. Μπορεί επίσης να παιχτεί ταυτόχρονα από δύο μουσικούς (ή φωνές ή χέρια) με αντιστικτική μορφή, οι οποίοι θα ξεκινούν ο ένας από την αρχή και ο άλλος από το τέλος, θα διασταυρώνονται πάνω στο πεντάγραμμο, θα φτάνουν στα άκρα της μελωδίας και ύστερα θα παλινδρομούν, σε μία ατέρμονη επανάληψη και διασταύρωση, που ωστόσο δε μοιάζει ούτε με επανάληψη ούτε με διασταύρωση αλλά με ένα ενιαίο συμπαγές σώμα, το οποίο δεν προκαλεί κόπωση ή μονοτονία, καθώς δε διαθέτει προεξέχουσες ακμές ή επαναλήψεις. Ένας άπειρος όγκος, που δε φαίνεται να ξεκινά από κάπου ή κάπου πιθανόν να τελειώνει… Ιδιοφυές; Παρανοϊκό; Κάποιοι σύγχρονοι μελετητές συσχέτισαν τούτη τη μουσική λωρίδα (επειδή ένα μοναχικό πεντάγραμμο μοιάζει όντως με λωρίδα) με εκείνη του Möbius.

Μαθηματικά και Μουσική λοιπόν στο ίδιο πιάτο. Μαθηματικά και Λογοτεχνία. Λογοτεχνία και όλες οι Τέχνες, μαζί κι οι Επιστήμες. Το Άπειρο κρυμμένο μέσα στο απείρως μικρό. Όλα εδώ. Μπροστά μας. Αόρατα, κι όμως παρόντα εκεί, πριν ακόμη θαρρείς τα δημιουργήσουν οι ίδιοι οι δημιουργοί τους. Πολύπλοκα – και για πάντα ασύλληπτα στη δύστυχη λογική μας, που επιθυμεί να κλείσει στα μικρά χεράκια της το Ακατανόητο.

Ο Maurits Cornelis Escher (1898-1972), ο καλλιτέχνης που δημιούργησε την απεικόνιση της Λωρίδας του Möbius με τα μυρμήγκια πάνω της, σχεδίασε το 1960 και ένα άλλο πασίγνωστο έργο: το «Ανεβαίνοντας και Κατεβαίνοντας» (“Ascending and Descending”), όπου δύο γραμμές ανθρώπων, ομοιόμορφα ντυμένων, κινούνται αντίστροφα μεταξύ τους και διασταυρώνονται διαρκώς, καθώς οι πρώτοι συνεχώς ανεβαίνουν, ενώ οι άλλοι συνεχώς κατεβαίνουν σκάλες σε έναν άπειρο βρόχο, στην κορυφή ενός απειλητικού οικοδομήματος, το οποίο είναι αδύνατο να κατασκευαστεί, αλλά μόνο να σχεδιαστεί. Και παραμένουν εγκλωβισμένες για πάντα οι βλοσυρές τούτες μεσαιωνικές μορφές στον μικρόκοσμό τους, στο παράξενο τελετουργικό τους, προσηλωμένες στη διάνυση του εφιαλτικού βρόχου, από τον οποίο δεν είναι εφικτή καμία απόδραση, ούτε καν σε θεωρητικό επίπεδο…

“Ascending and Descending”, έργο του M. C. Escher

Και εμείς λοιπόν, σαν τους δύο μουσικούς που εκτελούν με ανάποδη μεταξύ τους φορά και των οποίων διασταυρώνονται ακατάπαυστα οι πορείες πάνω στον Καρκινικό Κανόνα του Μπαχ∙ σαν τα μέλη της «άγνωστης σέκτας» που ανεβοκατεβαίνουν τις παράδοξες σκάλες στον πύργο του Escher∙ όμοιοι με τα φτωχά μυρμήγκια που ψάχνουν μα ποτέ δε βρίσκουν την άλλη πλευρά στη Λωρίδα του Möbius∙ έτσι κι εμείς, περπατούμε πάνω στη σύντομη φράση της Dorothy Parker, με δύο διαχωρισμένα μυαλά, που διασταυρώνονται μεταξύ τους καθώς διασχίζουν με ανάποδη μεταξύ τους φορά -εις αιώνας των αιώνων- τούτο το καταχθόνιο κατασκεύασμα. Και καθώς η μία εκ των δύο προτάσεων ακυρώνει ό,τι έχει πει η άλλη και ταυτόχρονα την απαιτεί, εμείς επανερχόμαστε από τη δεύτερη στην πρώτη, και αντίστροφα από την πρώτη στη δεύτερη, ξανά και ξανά, αμέτρητες φορές, έως πλήρους νοητικής κατάρρευσης, όπως και στην προαναφερθείσα γαλλική κατασκοπευτική ταινία, όπου κανείς δεν κατάλαβε -αν και κάποιοι ισχυρίστηκαν πως ναι-, διότι πολύ απλά η ανθρώπινη λογική μας ψάχνει μία Ευκλείδεια πορεία, η οποία δυστυχώς δεν ανευρίσκεται σε τούτο το συνεστραμμένο (ή μήπως διεστραμμένο;) σύμπαν. Έτσι, επανερχόμαστε δίχως άλλη επιλογή, δίχως άλλη «πλευρά στη Λωρίδα», για τρισεκατομμυριοστή φορά πλάι στο σιωπηλό τηλέφωνο, πλάι στην ανύπαρκτη κοπέλα (διότι ποιος μας είπε ότι υπάρχει κάπου κάποια κοπέλα; Σε ποιο σημείο του κειμένου το γράφει;), σε έναν μυθιστορηματικό χρόνο που ποτέ δεν ολοκληρώνεται, όχι επειδή έχει ακινητοποιηθεί, αλλά εξαιτίας ενός άλλου, πολύ πιο ασυνήθιστου φαινομένου, και παραμένουμε εκεί, κοιτάζοντας επάνω από την άβυσσο, η οποία δεν είναι καταχθόνια επειδή συμπάσχουμε για την έλλειψη αγάπης που βιώνει η οποιαδήποτε ερωτοχτυπημένη ύπαρξη, και άλλα τέτοια συνήθη προβλήματα των ανθρώπων, αλλά επειδή το πνεύμα μας συνθλίβεται και κατακαίεται, εγκλωβισμένο σε τούτη την άναρχη και ατελεύτητη πορεία, από την οποία δεν έχει προβλεφθεί καμία έξοδος.

Εκτός…

Εκτός κι αν η Dorothy Parker, όπως κι ο Augusto Monterroso, ο δημιουργός του «Δεινόσαυρου», ο Alejandro Jodorowsky και άλλοι πολλοί σπουδαίοι συγγραφείς, δεν ήταν στ’ αλήθεια τόσο μεγαλειώδεις και βαθυστόχαστοι όσο νομίζουμε∙ όσο βαθυστόχαστοι και μεγαλειώδεις είναι τελικά οι εκατοντάδες χιλιάδες πιστοί αναγνώστες τους, οι οποίοι ΑΥΤΟΙ αποτελούν στην πραγματικότητα τα μεγάλα μυαλά της λογοτεχνίας (αδύνατο;), ΑΥΤΟΙ τους εξαίρετους δημιουργούς, και πίσω από τα μικρά σαν βακτήρια κατασκευάσματα των υποτίθεται μεγάλων συγγραφέων δεν κρύβεται, δεν κρυβόταν ποτέ καμιά ιδιαίτερη φιλοσοφία, οποιαδήποτε συναρπαστική ιστορία, παρά ήταν το καθένα τους μονάχα μια σύντομη φράση που γράφτηκε τυχαία, χωρίς πολύπλοκη σκέψη, να, just because, εξαιτίας μιας παρόρμησης της στιγμής, και από τότε αιωρούνται για όλους τους επόμενους αιώνες, σαν κάτι παγωμένους βράχους του διαστήματος, σε κάποιο μακρινό, μοναχικό τεταρτημόριο του συγγραφικού διαστρικού κενού, προς ακόρεστη τέρψη -και βασανισμό- όλων των εξερευνητών που θα τα προσεγγίσουν:

«Όταν δε χτύπησε το τηλέφωνο…»

»»————-¤————-««

Σε αυτό το σημείο κανονικά ολοκληρώνεται το άρθρο «Μικροί Δεινόσαυροι», που μελετά τα μικρότερα των μικροτέρων κειμένων. Όμως έπειτα από τη -δίκαιη- εξύμνηση των επιτευγμάτων άλλων συγγραφέων νομίζω πως δικαιούμαι να καταθέσω κι εγώ τη δική μου ελάχιστη συνεισφορά (μια «νανο-συνεισφορά»;) στο πολύ ενδιαφέρον αυτό λογοτεχνικό είδος. Ας σημειωθεί ότι το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια πλήρη ιστορία. Και οι λέξεις της μπορεί να διαθέτουν πολλαπλές ερμηνείες: Το «πρωί» ίσως δεν είναι πρωί∙ το «βράδυ», το γνωστό σε όλους μας βράδυ. Πρόκειται για μια εφικτή στην πραγματικότητα, κι όμως το πιθανότερο μεταφυσική -και ανατριχιαστική- ιστορία, η οποία περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που εντοπίστηκαν στα προηγούμενα μικροσκοπικά κείμενα: Έχει παρελθόν, παρόν, μέλλον. Έχει δράση, συναισθήματα. Έχει ξεκίνημα, κορύφωση, ανατροπή, ένα τέλος. Ένα τέλος… Ναι, πράγματι: Να ένας πολύ ενδιαφέρων τίτλος! Διαβάστε λοιπόν τώρα, στο τέλος όλων των λόγων…


ΤΕΛΟΣ ΑΡΘΡΟΥ


[Πηγές εικόνων:
Φωτογραφία της Dorothy Parker: http://thehistorychicks.com/tag/dorothy-parker/
“Möbius Strip II”:
https://mathstat.slu.edu/escher/index.php/M.C._Escher
“Ascending and Descending”: http://creepypasta.wikia.com/wiki/Ascending_and_Descending]

]]>