Μην κρίνετε τους συγγραφείς!

ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΠΕΙΤΕ ΣΕ ΕΝΑΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ πως το κείμενό του που σας έδωσε να διαβάσετε δεν ήταν καλό! Εκτός κι αν θέλετε εκείνη η μαύρη γάτα που παραμονεύει τα βράδια έξω από το σπίτι σας να έρθει αυτό το βράδυ πιο μέσα…

Ο Διονύσιος ο Πρεσβύτερος (430-367 π.Χ.) ήταν τύραννος στις Συρακούσες της Σικελίας. Σπουδαίος ηγεμόνας αλλά και υπαίτιος για πολλές σφαγές και λεηλασίες. Οι αρχαίοι συγγραφείς τον θεωρούσαν ως το χειρότερο παράδειγμα αυταρχικού και εκδικητικού δεσπότη. Κι όμως αυτός ο σκληροτράχηλος άντρας, που δε δίσταζε να σηκώσει το σπαθί του πάνω από έναν λαιμό, στο βάθος του ήταν μια ευαίσθητη ποιητική ψυχή. Ή τέλος πάντων έτσι νόμιζε ο ίδιος. Κατά καιρούς φιλοξένησε σπουδαία πρόσωπα, ανάμεσά τους τον Πλάτωνα – ο οποίος μάλιστα πουλήθηκε ως δούλος εξαιτίας του.

Ο Διονύσιος δεν αρκέστηκε στο να μελετά και να φιλοξενεί τα έργα άλλων καλλιτεχνών. Έκανε κι ο ίδιος τις δικές του λογοτεχνικές συνθέσεις. Φαίνεται όμως πως… δεν είχε και τόσο ταλέντο. Παρ’ όλα αυτά, ήθελε πάντα να του λένε ότι γράφει τέλεια! (Με άλλα λόγια, όπως κάνουν όλοι οι καλλιτέχνες όλων των αιώνων.)

Ένα διάστημα φιλοξένησε στην αυλή του τον ποιητή και μουσικό Φιλόξενο από τα Κύθηρα. Ο Φιλόξενος θεωρείται ένας από τους πιο σπουδαίους δημιουργούς διθυράμβων σε όλη την αρχαιότητα και ένας από τους εισηγητές του «Νέου Κύματος», ας το ονομάσουμε έτσι. (Να μην ξεχνάμε ότι οι ποιητικές συνθέσεις απαγγέλλονταν τότε υπό τη συνοδεία μουσικής.)

Ο τύραννος Διονύσιος, όπως ήταν φυσικό, ζήτησε τη γνώμη και του Φιλόξενου για τις υποτίθεται εξαιρετικές ποιητικές του συνθέσεις. Εκείνος ο έρμος ωστόσο του είπε τη σκληρή αλήθεια: Τα ποιήματά του δεν άξιζαν τίποτε! Ο Διονύσιος θύμωσε πολύ και διέταξε να κλείσουν τον καλλιτέχνη στις τρομερές φυλακές των Λατομείων, που βρίσκονταν έξω από τις Συρακούσες.

Οι υποστηρικτές του Φιλόξενου διαμαρτυρήθηκαν και έτσι ο τύραννος σύντομα τον αποφυλάκισε. Μια από τις επόμενες μέρες μάλιστα τον κάλεσε σε επίσημο γεύμα, κατά τη διάρκεια του οποίου διάβασε ενώπιον πλήθους μια νέα του ποιητική σύνθεση. Όλοι χειροκρότησαν θερμά τον μεγάλο καλλιτέχνη, ο οποίος στη συνέχεια ρώτησε και τη γνώμη του Φιλόξενου για το έργο του. Εκείνος τότε γύρισε και είπε στον στρατιώτη που τον είχε φέρει: «Πήγαινέ με ξανά στα λατομεία…».

Δεν ήταν ωστόσο μόνο ο Φιλόξενος που περιφρονούσε τα ποιήματά του. Η τύχη τους ήταν παρόμοια και στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Παρ’ όλα αυτά, μια από τις τραγωδίες του, «Η απελευθέρωση του Έκτορα», κατάφερε να κερδίσει ένα βραβείο στα Λήναια, μια γιορτή που τελούνταν στην Αθήνα στη μέση του χειμώνα. Απέδειξε έτσι τον Πρώτο Παγκόσμιο Νόμο της Λογοτεχνίας: «Αν έχεις τα κατάλληλα κονέ και λίγα λεφτά στην τσέπη, μπορείς ακόμη και συ, ω φέρελπι νέε, να μπεις στο Χόλιγουντ! You are already in the movies, baby!».

Στη συνέχεια της βραδιάς όμως απέδειξε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Νόμο της Λογοτεχνίας: Από τη μεγάλη του χαρά για το βραβείο, ήπιε και ασώτεψε τόσο ακραία, που πέθανε! (Βρείτε εσείς τώρα ποια είναι η διατύπωση του Δεύτερου Νόμου. Εγώ είμαι σεμνό αγόρι και δε τη λέω.) Κυκλοφορούν βέβαια και άλλες εκδοχές για τα αίτια του θανάτου του, που αποδεικνύουν τον Τρίτο Παγκόσμιο Νόμο της Λογοτεχνίας: «Αν έχεις τα κατάλληλα κονέ και λίγα λεφτά στην τσέπη, και μάλιστα αν έχεις κερδίσει μόλις ένα βραβείο σε μια πολύ καθωσπρέπει δημόσια γιορτή και θίγονται συμφέροντα, ε… κάπως θα σου βελτιώσουν τη βιογραφία σου οι αρμόδιοι, μην ανησυχείς!».


Τελειώνοντας, θα πω κάτι από τη δική μου βιογραφία. (Η οποία βέβαια δε γράφτηκε ακόμη, αλλά λέω να τη γράψω εγώ, καθώς δε βλέπω προκοπή από άλλους.) Επειδή ήμουν κάποτε κι εγώ σαν τον Φιλόξενο τον Κυθήριο, αγνός και αφελής λάτρης του τέλειου και του υψηλού, και έλεγα ανοιχτά τη γνώμη μου, προς ωφέλεια των δημιουργών, βρέθηκα αρκετές φορές στη «φυλακή», όχι των Λατομείων βέβαια, αλλά… τέλος πάντων. Κι επειδή έχω εμπεδώσει πλέον τον Τέταρτο και σπουδαιότερο Παγκόσμιο Νόμο της Λογοτεχνίας: «Η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν επιθυμεί να αλλάξει. Θέλει μόνο να τους επαινείς», για αυτό κι εγώ έχω αλλάξει τακτική. Αν βρισκόμουν λοιπόν στη θέση εκείνου του αρχαίου Φιλόξενου και ο αιμοσταγής δικτάτορας μου διάβαζε ένα του ακόμη σπαρακτικό ποίημα για κάποιο πληγωμένο πουλάκι (επειδή κατά βάθος, όπως είπαμε, όλοι οι δικτάτορες είναι τρυφεροί σαν μωρά), εγώ θα του έλεγα:

– Γουάου! Αυτό ήταν… πραγματικά δεν έχω λόγια!
– Ώστε σου άρεσε; θα έλεγε εκείνος, έτοιμος να κατουρηθεί από τη χαρά του.

– Αν μου άρεσε; Καλά, ερώτηση είναι αυτή;
– Το ’ξερα ότι θα σου αρέσει. Το ’ξερα! Το δούλεψα με πολύ πάθος!

– Καλέ, τι πάθος και τι τέχνη και πόση γνώση της στιχουργικής! Ειδικά εκείνο το σημείο όπου το πουλάκι ζητάει κλαίγοντας τη μαμά του, πραγματικά… δεν υπάρχει αντίστοιχο στην παγκόσμια λογοτεχνία!

– Το πιστεύεις, ε;
– Καλά ψέματα θα σου πω εγώ τώρα; Μικρά παιδιά είμαστε να παίζουμε;

– Λοιπόν, ξέρεις, φίλε μου, με γεμίζεις με πολλή χαρά!
– (Κι εσύ θα με γεμίσεις με πολλά χρήματα…)

– Τι είπες; Δεν άκουσα.
– Α, τίποτε. Να, λέω, αυτό το βάζο ταιριάζει εδώ πολύ.
– Εε…

– Λοιπόν, βασιλιά, πρέπει να συνεχίσεις να γράφεις. Αν δε συνεχίσεις, θα σε μαλώσω. Αφού το έχεις!
– Αχ, σε ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου! Ξέρεις, ήδη έχω ένα πλήθος από νέα θέματα στο μυαλό μου, που τα δουλεύω συνεχώς.

– Πες μου ένα.
– Θα σου πω το καλύτερό μου. Είναι κάτι άκρως απόρρητο, αλλά θα στο αποκαλύψω. Μόνο σε σένα.

– Ταπεινά υποκλίνομαι στη βασιλική σου εύνοια και είμαι όλος αυτιά.
– Πρόκειται για μια συγκλονιστική ιστορία. Σκέφτομαι μάλιστα να τη στείλω και στους Ολυμπιακούς Αγώνες!

– Μόνο στους Ολυμπιακούς; Και στους παραολυμπιακούς και στους Μεσογειακούς και στο διάστημα να τη στείλεις! Θα μείνουν όλοι άφωνοι, στο υπογράφω εγώ, ο Φιλόξενος ο Κυθήριος.

– Μου δίνεις αμέτρητη ενθάρρυνση, αγαπητέ. Ενώ γύρω μου όλοι είναι κακοί και με μαλώνουν!
– Πώς μπορούν να είναι τόσο σκληροί μαζί σου;

– Γι’ αυτό κι εγώ τους στέλνω όλους κατευθείαν στη φυλακή και ύστερα για εκτέλεση…
– Οι εχθροί της λογοτεχνίας τέτοια αξίζουν να παθαίνουν. Όμως ποιο είναι το θέμα της τραγωδίας, δε μου είπες. Σίγουρα κάτι ιλιγγιώδες.

– Και πρωτότυπο! Ξέρεις, σκέφτηκα: Όλο για μύθους ηρώων και θεών θα λέμε τώρα;
– Πιο σοφά δε θα μπορούσα να μιλήσω. Για συνέχισε όμως.

– Έτσι, αποφάσισα να γράψω μια τραγωδία για ένα φτωχό αρκουδάκι που έχασε τον δρόμο του στο δάσος και ύστερα ήρθαν κάτι κακοί ληστές που το πήραν και… Όμως τι έπαθες; Γιατί στράβωσε το στόμα σου και σε βλέπω σκεφτικό;

– Δεν είμαι σκεφτικός. Απλά έχω μείνει speechless.
– Τι ακριβώς έμεινες; Δεν κατάλαβα την τελευταία λέξη.

– Ξέχνα την. Δεν έχουν εφευρεθεί τα αγγλικά ακόμη. Όμως πες μου: Μόνος σου σκέφτηκες αυτό το θέμα;
– Όχι φυσικά.

– Είπα κι εγώ: «Μα εντελώς μόνος;».

– Είχα και τη βοήθεια των Μουσών. Τις επικαλούμαι πάντα προτού αρχίσω να γράφω.
– Κι εκείνες έρχονται; Αλλά τι ρωτάω; Αφού φαίνεται από το αποτέλεσμα!

– Και ο Δίας με βοήθησε λιγάκι, οφείλω να ομολογήσω.
– Γιατί, τη βοήθεια της Ήρας πού την πας;

– Αχ, ελπίζω να αρέσει στην κριτική επιτροπή των αγώνων!
– Καλέ, τι λες τώρα; Τέτοια έργα τα προσμένουν πώς και πώς! Πρόσθεσε και λίγο σεξ μέσα και θα το δεχτούν σίγουρα στους Ολυμπιακούς. Εκτός κι αν βρίσκεται στην επιτροπή η Γιάννα Αγγελοπούλου. Αυτής δεν της αρέσουν τα πρόστυχα.

– Ποια;
– Άσ’ το. Μια θέα. Του μέλλοντος.

– Αγαπημένε μου Φιλόξενε!
– Αγαπημένε μου βασιλιά!

……………

Υ.Γ. 1: Διότι έτσι χτίζονται οι σχέσεις μεταξύ λογοτεχνών, εκδοτικών, επιτροπών διαγωνισμών και λοιπών καλλιτεχνών. Αφήστε την Τέχνη και την τελειότητα για τους φυλακισμένους στα Λατομεία και τους Πλάτωνες που τους πουλούν δούλους.

Υ.Γ. 2: Κάτι είπα στην αρχή για μαύρη γάτα που σε περιμένει έξω από το σπίτι σου, αν θίξεις την υπόληψη συγγραφέα; Λοιπόν, αφού έγραψα διάφορα κακά για τους ομότεχνους, βγήκα για λίγο από το σπίτι μου. Έξω με περίμενε μια μαύρη γάτα… (Τόση αλληλεπίδραση με το σύμπαν δε θα μου βγει σε καλό.)

[Φωτό του άρθρου:
«Σαπφώ και Αλκαίος », του Lawrence Alma-Tadema (1836-1912), από Wikimedia Commons]

Scroll to Top