Συναινούντων Αλγορίθμων

[Βρισκόμαστε στο έτος 2047. Γνωστή εταιρεία σοκολάτας προβάλλει ταινία μικρού μήκους,
αφιερωμένη στη Valentine’s Day και στη διαφορετικότητα.]


Ο Παύλος Ιωάννου -τον οποίο, αγαπητοί θεατές, βλέπετε εδώ να περπατά σε κεντρική λεωφόρο της πρωτεύουσας, χαμογελώντας ανέμελα και μιλώντας στο κινητό, ντυμένο με casual αλλά πάντα προσεγμένα ρούχα- είναι ένας όμορφος εικοσιεφτάχρονος άνδρας, με ατίθασα, μαύρα μαλλιά και γραμμωμένο κορμί. Έχει βλέμμα συνήθως χαρούμενο και καλοσυνάτο, όπως τώρα. Πρόκειται για έναν νέο άνθρωπο, πλημμυρισμένο από οράματα για έναν κόσμο καλύτερο από αυτόν τον δίχως ηθικές αρχές και αξίες, στον οποίο ζούμε. Τα πρωινά εργάζεται ως ηλεκτρολόγος, ενώ τα απογεύματα παρακολουθεί σεμινάρια, σε ποικίλους τομείς, προκειμένου να συμπληρώσει τις γνώσεις του και να αποκτήσει καινούργιες δεξιότητες. Σε ένα λοιπόν από αυτά, συγκεκριμένα στο μάθημα Κατεργασίας Μετάλλου, ήταν που γνώρισε και αισθάνθηκε πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη γυναίκα του γείτονά του.

«Ουπς! Του γείτονα;;;»
«Ναι, του γείτονα!»
«Αχα!»
«Γιατί ‘αχά’; Επιτέλους τι κακό έκανα; Σκότωσα μήπως κανέναν;» λέει συχνά στους εσωτερικούς του μονολόγους.

Κάποια θυελλώδη νύχτα γεμάτη κεραυνούς, στα μέσα Φεβρουαρίου του 2047, παίρνει επιτέλους τη δύσκολη απόφαση. Το επόμενο κιόλας πρωί θα πάει και θα αποκαλύψει τον τρελό του έρωτα στη θεά του Έρωτα Μαίρη Rodríguez, ισπανικής κουλτούρας και καταγωγής, η οποία διαθέτει ένα κορμί γεμάτο αισθησιακές καμπύλες, όψη που θυμίζει Ινδή πριγκίπισσα και Λατίνα χορεύτρια μαζί, χείλη γεμάτα επιθυμία, μάτια πράσινα, που καίνε τις καρδιές. Αυτό το πλάσμα θαρρείς πως δεν είναι αληθινό αλλά πως προήλθε από κάποιο εξελιγμένο video editing software!
(Κι η αλήθεια είναι πως για τους σκοπούς της ταινίας με κάποιο video editing software -το πιο ισχυρό- τη βελτίωσαν, επειδή η πραγματική ηθοποιός ήταν από εμφάνιση άσ’ τα να πάνε.)

Βρισκόμαστε στο επόμενο λοιπόν πρωί από εκείνη τη νύχτα, 11:42πμ ακριβώς, και η ιστορία μας ξεκινά. Σίγουρα ο άνδρας της Μαίρης, ένας γοητευτικός σαρανταπεντάρης, πετυχημένος διευθυντής σε μεγάλη διαφημιστική εταιρεία, δε θα έχει επιστρέψει ακόμη από τη δουλειά, σκέφτεται ο Παύλος. Είναι η κατάλληλη ώρα για να κάνει την κίνησή του! Μπαίνει στο μπάνιο για ένα γρήγορο ντους, χτενίζεται, βάζει ζελέ στα μαλλιά, φορά κάτι εφαρμοστό και ημιδιάφανο, ώστε να διακρίνονται και να τονίζονται οι κοιλιακοί, το καλοφτιαγμένο στήθος και όλα τα υπόλοιπα προσόντα του, και έπειτα από λίγο στέκεται χαμογελαστός μπροστά στην ακριβή, θωρακισμένη πόρτα του σπιτιού της Μαίρης.

Κικιρίκου! ακούγεται το γλυκόλαλο κελάηδισμα του κουδουνιού. Ανοίγει όμως την πόρτα όχι η θεά του Έρωτα αλλά ο άνδρας της, ο Ανδρέας.

Ο Ανδρέας Larsson, με σουηδική καταγωγή από τη μητέρα του, είναι κάτι σαν ενσάρκωση της ωριμότητας στον άνδρα και θεός Απόλλωνας μαζί, στην ίδια συσκευασία. Έχει μάτια γκριζοπράσινα, σε μια απόχρωση που σπάνια συναντάς, μαλλιά καστανόξανθα σε μπούκλες, που έχουν αρχίσει ελαφρά να γκριζάρουν, κουρεμένα τώρα βαθιά στο πλάι, παχιά μολυβί φρύδια που υποδηλώνουν σκεπτόμενο άνθρωπο, αψεγάδιαστο δέρμα, θαρρείς εικοσάχρονου, πλαισιωμένο με γένια τριών ή τεσσάρων ημερών που τον δείχνουν πιο τραχύ και αρρενωπό. Αντίθετα με τις περισσότερες φορές που θυμίζει fashion icon, εκείνη τη στιγμή είναι ντυμένος πρόχειρα: ένα μονόχρωμο τιρκουάζ T-shirt με λαιμόκοψη, που τονίζει το χρώμα των ματιών του και αποκαλύπτει δίχως αιδώ το τριχωτό στήθος του, και ένα στενό τζιν παντελόνι. Φορά σαγιονάρες κολυμβητηρίου ARENA σε μαύρο χρώμα και αθλητική γραμμή. Από τα ωραία μαλλιά του στάζουν σαν διαμάντια πρόσφατες σταγόνες νερού.

– Συγνώμη, χτύπησα λάθος κουδούνι, πετά ο Παύλος μια πρόχειρη δικαιολογία και κάνει στροφή, έτοιμος να φύγει.

Ο Ανδρέας όμως τον πιάνει από τον αγκώνα. Κάτι υπάρχει σε κείνη τη λαβή: μια θερμότητα… Ο Παύλος κοιτά τη λαβή. Ο Ανδρέας τον αφήνει.

– Σίγουρα δεν ήθελες να χτυπήσεις… αυτό το κουδούνι; ρωτά με μυστηριακό ύφος και ο Παύλος τότε γυρνά και ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο απέναντι διαμέρισμα, όπου μένει η κυρα-Φρόσω, μια στριμμένη γριά με Αλτσχάιμερ.

– Εντάξει, αυτό ήθελα, παραδέχεται συντετριμμένος. Όμως ήρθα σε ακατάλληλη στιγμή, καθώς βλέπω. Λοιπόν, χάρηκα που τα είπαμε, ας φύγω τώρα.

– Διόλου ακατάλληλη στιγμή. Απλά μόλις έκανα ένα ντους. Θα περάσεις;

– Ήθελα να πω κάτι στη Μαίρη. Ξέρεις, είμαστε συμμαθητές στο σεμινάριο Κατεργασίας Μετάλλου…

– Το ξέρω. Μου έχει δείξει φωτογραφίες από το τμήμα σας.

– …και επειδή έλειψε την τελευταία φορά, σκέφτηκα πως… πως ίσως θα ήθελε να της εξηγήσω το μάθημα. Είναι εδώ; ρωτάει με ηλίθιο ύφος ο Παύλος, ο οποίος δεν έχει ιδέα αν έλειψε η Μαίρη στο προηγούμενο μάθημα, καθώς ο ίδιος είχε κάνει κοπάνα.

– Όχι. Βγήκε στην αγορά. Είπε ότι θα αργήσει μάλλον. Εγώ από την άλλη σήμερα είχα ρεπό. Θα περάσεις; επαναλαμβάνει την ερώτηση και ο Παύλος διαπιστώνει τότε για πρώτη φορά πως τα γκριζοπράσινα μάτια του Ανδρέα είναι δύο πηγές που στάζουν αενάως μέλι.

Παίρνει βαθιά ανάσα, ισιώνει το κορμί και λέει:

– Άκουσέ με προσεκτικά, Ανδρέα. Δεν πρόκειται για δικά μου λόγια αυτά που θα πω. Όπως πιθανόν θα γνωρίζεις, έγκριτοι φιλόσοφοι και επιστήμονες στην Ευρώπη και στην Αμερική έχουν αποδείξει στις μελέτες τους πως όλοι μας δεν είμαστε παρά μόνο ζώα και προϊόντα της τύχης. Αυτό που ψάχνει κάθε αρσενικό είναι ένας ζεστός σωλήνας να αποθέσει τον σπόρο του, ενώ το περίβλημα του σωλήνα πραγματικά έχει ελάχιστη σημασία. Τι μια γυναίκα λοιπόν, τι ένας άνδρας; Αφού στο τέλος την ίδια χρήση και οι δύο δεν έχουν; Ήρθα βέβαια για τη Μαίρη, το ομολογώ. Όμως νομίζω πως κι εσύ αποτελείς μια τέλεια εναλλακτική επιλογή. Αν θέλεις, βέβαια. Και κανείς δε δικαιούται να μας κρίνει! Διότι μεταξύ δύο Συναινούντων Ενηλίκων όλα είναι νόμιμα και εφικτά.

– Ναι, Παύλο! Έτσι, όπως τα λες. Είμαστε όλοι ζώα και προϊόντα της τύχης. Οι σκέψεις μας, τα λόγια, τα συναισθήματά μας, λέει χειρονομώντας με πάθος ο Ανδρέας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά τυχαίοι αλγόριθμοι που δημιουργήθηκαν έπειτα από εκατομμύρια χρόνια υπομονετικής εξέλιξης και εκτελούνται μέσα σε τούτα τα βιολογικά κουτιά που φέρουμε όλοι μας ισοβίως. Δεν είμαστε τίποτε περισσότερο από αυτό: μηχανές που εκτελούν αλγορίθμους. Πέρασε μέσα λοιπόν. Θα σε γδύσω, θα με γδύσεις, θα σε λούσω, θα με λούσεις…

– Μα ήδη κάναμε μπάνιο!

– Δεν έχει σημασία, λέει ο Ανδρέας κουνώντας απορριπτικά το χέρι. Αυτή είναι η στάνταρ διαδικασία που ακολουθείται απαρέγκλιτα σε όλες τις ταινίες του Χόλιγουντ που σέβονται τον εαυτό τους – δε θέλω να με διακόπτεις! Αφού λουστούμε λοιπόν, ύστερα θα ξαναντύσουμε ο ένας τον άλλον, θα καθίσουμε στον καναπέ, θα βάλω ρομαντική μουσική, θα σου ζητήσω συγγνώμη, θα μου ζητήσεις κι εσύ -επειδή έτσι κάνουμε με τις γυναίκες και το απαιτούν-, έπειτα θα ανάψουμε τσιγάρο, θα πούμε κάνα δυο φιλοσοφικά πάνω στη ζωή, για παράδειγμα:

«Διαβάζετε Σαρτρ;»
«Αχ, ναι, είναι καταπληκτικός!»
«Πώς φαντάζεστε τον έρωτα;»
«Λουλούδια, ακρογιαλιές και πολλά-πολλά παιδιά!»

Και αμέσως μετά από αυτά τα διαδικαστικά, θα αρχίσουμε πάλι να ξεντυνόμαστε, προκειμένου…

– …να αναζητήσουμε νέες ατραπούς που οδηγούν στον θαυμαστό Ναό της Γνώσης! Yesss!!! λέει υψώνοντας ο Παύλος τη γροθιά ενθουσιασμένος.

– Ναι, φίλε μου. Ακριβώς αυτό που είπες! Ξέρεις να τα θέτεις όλα τόσο όμορφα!

Ο Παύλος περνάει στο σαλόνι και οι δύο άντρες αρχίζουν να ξεντύνονται αργά και ηδονικά. Τότε ακριβώς ανοίγει η εξώπορτα και μπαίνει η Μαίρη μέσα. Προσπερνάει αδιάφορη το χολ πηγαίνοντας για την κουζίνα, αλλά γυρνάει αμέσως πίσω με την όπισθεν, επειδή ξαφνικά διαπίστωσε πως είχε δει στο σαλόνι… Τα ψώνια τής πέφτουν με έναν γδούπο στο πάτωμα. Πιάνει το κεφάλι της και βγάζει σπαρακτική κραυγή:

– Α Ν Δ Ρ Ε Α !!!

– Μ Α Ι Ρ Η !!! γυρνάει εκείνος έκπληκτος, καθώς δεν την είχε αντιληφθεί που μπήκε.

– Ανδρέα… Ανδρέα… μη μου πεις…!

– Όχι, Μαίρη! Δεν είναι αυτό που νομίζεις!

– Αν δεν είναι αυτό που νομίζω, Ανδρέα, τότε πες μου: Τι άλλο μπορεί να είναι;

– Είναι… έεμ… να, εγώ και ο Παύλος, ξέρεις, σκεφτήκαμε σήμερα το πρωί να αναζητήσουμε νέες ατραπούς που οδηγούν στον θαυμαστό Ναό της Γνώσης, λέει και ανεβάζει γρήγορα το μισοκατεβασμένο παντελόνι του.

– Ανδρέα, πες μου: Έχεις τρελαθεί;;; Προσπαθείς δηλαδή να διαλύσεις τον γάμο μας; λέει εκείνη σε έξαλλη κατάσταση.

– Όχι, αγάπη μου, απαντά γλυκά και την πλησιάζει προσπαθώντας να τη χαϊδέψει.

– Άσε με! τσιρίζει και του τινάζει πέρα το χέρι. Στο έχω πει τόσες φορές ότι δε θέλω να δω ξανά ψίχουλα στο πάτωμα! Κι εσύ επιμένεις διαρκώς τα ίδια. Νομίζω την τελευταία φορά στο είχα κάνει απόλυτα σαφές: Αν λερώσεις ξανά το χαλί, αυτό θα αποτελέσει αιτία χωρισμού!

– Δηλαδή… για τα ψίχουλα από το τοστ είναι που φωνάζεις; ρωτά με γουρλωμένα μάτια ο Ανδρέας.

– Ναι. Τι άλλο; λέει η Μαίρη, τινάζοντας αγέρωχα πίσω τα πλούσια, ξανθά μαλλιά της. Η καθαρίστρια δεν μπορεί να έρχεται κάθε λίγο και λιγάκι. Αρρωσταίνω όταν βλέπω κάτω λερωμένα!

– Θα σε βοηθήσω, μωρό μου, με το σκούπισμα εγώ. Δηλαδή, δε θα σε βοηθήσω απλά: Θα το κάνω όλο μόνος μου! Ευχαριστημένη;

– Ναι, λέει εκείνη ναζιάρικα, σουφρώνοντας τα χείλη.

– Όμως μη με εγκαταλείψεις, μωρό μου. Δε θα το αντέξω! Σε αγαπώ τόσο πολύ! Θυμήσου: Θυμήσου εκείνη την ανεπανάληπτη νύχτα της δεξίωσης, που σε είδα για πρώτη φορά και ερωτευτήκαμε ο ένας τον άλλον κεραυνοβόλα… Είχαμε αγάπη θαυμαστή, ολόγλυκη… σαν έναν μαύρο πειρασμό! λέει με φωνή διαφημιστή μπροστά σε κοινό.

//*Προσοχή: Η ταινία περιέχει τοποθέτηση προϊόντος*//

Ο Ανδρέας βγάζει από την ασφυκτικά στενή τσέπη του εφαρμοστού παντελονιού του μια σοκολάτα Lacta με φουντούκια, τεραστίου μεγέθους, σαράντα εφτά επί δεκατρία εκατοστά, πάχος τρία, γεμάτη εξογκώματα και καμπύλες, την ξετυλίγει και δαγκώνει ηδονικά την πρώτη μπουκιά, παράγοντας ένα «κρακ» γεμάτο υπονοούμενα. Ύστερα μασά αργά, μουγκρίζοντας κάθε τόσο, λες και κάνει έρωτα με τη σοκολάτα, και αναφωνώντας διάφορα μότο:
«Μεγάααλη μπουκιά, μεγάααλη απόλαυση!».
Κι επίσης:
«Φέτος του Αγίου Βαλεντίνου ζήσε τον έρωτά σου από την αρχή!».
Την ίδια στιγμή στο μπακράουντ μια ρομαντική τζαζ μουσική ξεκινά να παίζει μόνη της.

– Κι εσύ θυμήσου την πρώτη φορά που με απάτησες. Με την καλύτερή μου φίλη μάλιστα! λέει κλαψουρίζοντας η Μαίρη και βγάζει από τη μικροσκοπική μαύρη τσάντα της έναν γύρο πίτα απ’ όλα με τζατζίκι, ασύλληπτου μεγέθους, ικανό να χορτάσει εφτά γεροδεμένους άντρες, από τον οποίο ξεχειλίζουν οι πατάτες, το μαρούλι και το κρεμμύδι, και ξεκινά να τρώει ασύστολα, δίχως την παραμικρή αίσθηση των πλέον στοιχειωδών κανόνων του Savoir vivre.

Η ρομαντική μουσική διακόπτεται απότομα με μια παράφωνη νότα.

– Ωραία τα είπαμε, εγώ λέω τώρα να πηγαίνω… μουρμουρίζει πίσω τους ο Παύλος, που φορά με μια άψογη, αθλητική κίνηση το εφαρμοστό, ελαστικό, λευκό πουκάμισο πάνω στο ποθητό κορμί του, αφήνοντας παρ’ όλα αυτά όλα τα κουμπιά άνω του αφαλού ξεκούμπωτα, ώστε να φαίνονται με ευκρίνεια όσα υπό άλλες περιστάσεις οφείλουν να κρυφτούν. Διότι…

– … «τα κουμπιά είναι για να ξεκουμπώνονται» λέει η Μαίρη, προσέχοντας ξαφνικά ότι υπάρχει και κάποιος άλλος στο σπίτι. Βλέπω, συμμαθητά, σας το μάθανε αυτό στο σχολείο!

– «Και τα παντελόνια για να κατεβαίνουν». Ναι, συμμαθήτρια. Εννοείται πως όλοι θυμόμαστε το λεπτής ευαισθησίας και κάλλους ποίημα «Αγαπώ το σεξ» από το αναγνωστικό της Δευτέρας Δημοτικού, με το οποίο εμείς τα αφελή παιδιά πληροφορηθήκαμε για πρώτη φορά ότι ο κόσμος στον οποίο κατοικούμε είναι πιο ευρύς και πιο πολύπλοκος από την τραμπάλα και το τόπι που παίζαμε έως τότε. Διότι «υπάρχουν και… άλλα παιχνίδια» έλεγε κάθε τόσο, εν είδει ρεφρέν, το ποίημα. Όμως γιατί το θυμήθηκες τώρα και τι ακριβώς θέλεις να πεις;

– Αυτό ακριβώς που ήθελα πάντα να σου πω, Παύλο! Από την πρώτη στιγμή μάλιστα που σε αντίκρισα στα μαθήματα Κατασκευής Πυρομαχικών… (μια νοσταλγική μουσική ξεκινά να παίζει μόνη της στο μπακράουντ, μαζί με κρότους από εκρήξεις, πυροβολισμούς και ιαχές τύπου «ορμάτε, αδέλφια!») …αλλά εγώ βλέπεις ήμουν σε άλλο τμήμα και δεν αποφάσιζα ακόμη να σου μιλήσω.

– Ω! αναφωνεί ο Παύλος, μένοντας με το στόμα ανοιχτό.

– Κι ύστερα, στις συναντήσεις Ανώνυμων Ορειβατών, για απεξάρτηση από το επικατάρατο πάθος της ορειβασίας, που σε έβλεπα τόσο αθλητικό και γεροδεμένο, ενώ εγώ με δυσκολία σκαρφάλωνα και στην πιο βατή ραχούλα, μονίμως η δύστυχη στα όρια της απεξάρτησης έτσι κι αλλιώς – και τότε πάλι δεν τόλμησα να σε πλησιάσω.

– Ωχό! αναστενάζει τώρα πιο δυνατά ο Παύλος.

– Κι ύστερα στα μαθήματα Κατεργασίας Μετάλλου, ο ίδιος πάλι φόβος απόρριψης, αν και επιτέλους κάναμε μαζί -κολλητά τα ποθητά κορμιά μας του ενός στου άλλου- συγκόλληση τμημάτων μεσαιωνικού ξίφους, ποτισμένου με αίμα δράκου, ώστε να μη ραγίζει ποτέ στη μάχη, και διαβασμένου με ξόρκια των πιο φημισμένων μάγων, προκειμένου να νικάει όλους τους αντιπάλους. Όμως και τότε ακόμη δίσταζα. Δίσταζα τόσο πολύ, Παύλο!

– Ωχοχοχό! βογκάει εκείνος, ακόμη πιο δυνατά.

– Αμάν πια! Πες και καμιά λέξη με νόημα! διαμαρτύρεται ο Ανδρέας.

– Δηλαδή… Δηλαδή… Δηλαδή… ψιθυρίζει λαχανιασμένος ο Παύλος.

– Ναι! Ω, ναι! απαντά ανυπόμονα η Μαίρη, κουνώντας πέρα-δώθε το κεφάλι.

– Δηλαδή… Δηλαδή… Δηλαδή…

– Ωχ, κόλλησε η βελόνα… μουρμουρίζει ο Ανδρέας.

– Ακριβώς, Παύλο! λέει η Μαίρη. Αυτό ακριβώς που σκέφτεσαι τώρα δα!

– Δηλαδή…

– Όχι πάλι, Θεέ μου! λέει ο Ανδρέας χτυπώντας το μέτωπό του.

– Δηλαδή, Μαίρη… Με αγαπάς;;;

– Γιατί, καλέ, να σε αγαπώ; σουφρώνει απότομα τα μούτρα εκείνη.

– Ε, τότε; λέει ο Παύλος.

– Ε, τότε; λέει κι ο Ανδρέας.

– Να, ήθελα να πω ότι, θα γνωρίζετε πιστεύω, πως μελέτες έγκριτων φιλοσόφων και επιστημόνων της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής, απέδειξαν με επίπεδο επιχειρημάτων που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, πως δεν είμαστε παρά μόνο ζώα…

– …και προϊόντα της τύχης, λένε με ένα στόμα οι δύο άντρες.

– …και εκτελούμε μέσα σε αυτά τα στενά βιολογικά κουτιά που φέρουμε όλοι ισοβίως, τυχαίους αλγορίθμους, τους οποίους η Φύση έπλασε υπομονετικά για χάρη μας σε διάρκεια εκατομμυρίων ετών.

– Το ξέρουμε όλοι αυτό, Μαίρη. Get to the point! τη διακόπτει ο Ανδρέας ανυπόμονα.

– Αυτούς τους αλγορίθμους λοιπόν… έεμ… έχω προβληματιστεί, ξέρετε, πολλές φορές, σε στιγμές που ήμουν μόνη στην πολυτελή κάμαρά μου και ατένιζα πίσω από το θολό τζάμι τα γυμνά κλαδιά των δέντρων μες στη βροχή και αναρωτιόμουν τι είναι η ζωή και τι ο θάνατος, αυτούς τους αλγορίθμους λοιπόν, σκέφτηκα, είμαστε σίγουροι πως τους έχουμε δοκιμάσει όλους;

– ΟΧΙ !!! φωνάζουν και οι δύο άντρες με ένα στόμα. ΜΑΣ ΛΕΙΠΟΥΝ ΜΕΡΙΚΟΙ ΑΚΟΜΗ !!!

– Πολύ πρόθυμους σας ακούω και ανησυχώ. Είστε σίγουρα καλά εσείς οι δύο;

– ΠΟΤΕ ΞΕΚΙΝΑΜΕ;;; φωνάζουν με έξαψη και αρχίζουν να βγάζουν ξανά τα ρούχα τους.

– Καλέ, γιατί βγάζετε τα ρούχα τώρα; λέει εκείνη απορημένη. Έτσι θα έρθετε στο σουπερμάρκετ; Γυμνοί;

– Γιατί στο σουπερμάρκετ; ρωτάει μπερδεμένος ο Παύλος. Εκεί θα το κάνουμε;

– Φυσικά. Πού αλλού μπορούμε να ψωνίσουμε με άνεση και πολιτισμό;

– Να ψωνίσουμε; λέει ο Ανδρέας.

– Αυτό δεν κάνουν στο σουπερμάρκετ;

– Εε… συνήθως αυτό, όμως εγώ σκέφτηκα μήπως κάναμε και τίποτε άλλο…

– Τι άλλο; Με μπερδεύεις τώρα και θα χάσω το νήμα της σκέψης μου.

– Η οποία ποια ήταν; ρωτάει ο Παύλος.

– Να, σκέφτηκα… λέει η Μαίρη, ότι ποτέ δεν έχω συναντήσει δύο άντρες να βοηθούν μία γυναίκα στα ψώνια. Κυρίως μόνη της πηγαίνει, ενώ ελάχιστες είναι οι φορές που θα δεις να τη συνοδεύει ο σύντροφός της. Δύο αρσενικοί υπηρέτες ωστόσο για μία και μόνη θηλυκή… άα, αυτός είναι σίγουρα ένας αλγόριθμος που δεν τρέχει συχνά στα παγκόσμια κομπιούτερ! λέει σηκώνοντας ενθουσιασμένη την παλάμη.

Και οι δύο ξεφουσκώνουν απότομα. Αρχίζουν ξανά να ντύνονται. Ο Παύλος κουμπώνει μέχρι και το τελευταίο πάνω κουμπί του ελαστικού, εφαρμοστού, σέξι πουκαμίσου του.

– Εγώ λέω τώρα να πηγαίνω, λέει. Ωραία τα είπαμε.

– Κι εγώ λέω να πηγαίνω, λέει ο Ανδρέας. Το ρεπό μου ξαφνικά τελείωσε.

– Πώς το ξέρεις; απορεί η Μαίρη. Σε τηλεφώνησαν από το γραφείο;

– Όχι, αλλά ξέρεις τώρα. Το νιώθω… I can feel it! αναφωνεί εκστατικά.

– Περιμένετε! φωνάζει επιτακτικά η Μαίρη. Τι ακριβώς θέλατε να μου πείτε εσείς οι δύο προηγουμένως; Ή μάλλον: Τι περιμένατε ΕΓΩ να σας πω; Διότι… εχ, εχ, λέει γελώντας αυτάρεσκα, δεν είμαι δα και καμιά χαζή, ε; Φυσικά και κατάλαβα ότι ΚΑΤΙ άλλο παίζει!

– Αγάπη μου, αν εσύ είσαι χαζή, τότε πώς είναι οι έξυπνοι; λέει ο Ανδρέας.

[Συνεχίζεται]

[Φωτο με σειρά εμφάνισης από:
Dallas Reedy, Drew Hays, Lacta, Nik Shuliahin]

Scroll to Top