[Gabriel Sienkiewicz, Επιστολή Νο.4]

Μερικές φορές, όταν ήμουν μικρός, πήγαινα και καθόμουν πλάι στη μητέρα. Τότε εκείνη άρχιζε να διηγείται όμορφα παραμύθια. Κάποτε μου μίλησε για τον παλιό κόσμο, πριν τον Κατακλυσμό.

    – Ήταν διαφορετικοί άνθρωποι, είπε. Αλλιώτικοι από εμάς.

    Ήθελα να την ακούω. Να μαθαίνω!

    – Πώς ήταν αυτοί οι άνθρωποι, μαμά; Πώς ήταν οι άνθρωποι που δεν έμοιαζαν για άνθρωποι;

    – Διαφορετικοί! Γίγαντες! πρόφερε εκείνη με πάθος.

    Κι ύστερα διηγήθηκε περιπέτειες από τη ζωή του πατέρα. Πόσο περίεργο: Η μητέρα μιλούσε για τον πατέρα! Μόνο εκείνη τη φορά συνέβη αυτό. Μόνο τότε. Κι η ιστορία του, μιας συνηθισμένης, τελείως αδιάφορης ζωής, πλεκόταν ξαφνικά στο μυαλό μου με τις ιστορίες των παράξενων ανθρώπων που έζησαν σε χρόνια αρχαία, πριν τον Μεγάλο Κατακλυσμό. Άραγε πλησιάζουμε σε κάτι τέτοιο τώρα; Τι θα λένε οι επόμενοι άνθρωποι για εμάς; Ότι ήμασταν διαφορετικοί;

«Αργότερα άρχισα να γράφω γράμματα στην Ελένη. Οι σκέψεις δε μαθαίνονται· οι ψίθυροι δεν ακούγονται. Όμως τα γράμματα μένουν». (σελ. 93 βιβλίου, αφήγηση Gabriel Sienkiewicz)

   Στις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης συναντά τρεις επιστολές που ανταλλάσσουν οι πρωταγωνιστές μεταξύ τους. Έξω από αυτό θα βρει δώδεκα ακόμη. Ο Gabriel κάνει την αρχή. Γράφει ακατάπαυστα προς το άπειρο, μιλώντας -και παραμιλώντας- χωρίς παραλήπτες. Ακολουθούν οι υπόλοιποι. Στέλνουν κρυφά επιστολές στα πιο έμπιστά τους πρόσωπα, όπου περιγράφουν την εμπειρία τους από κάτι που δεν κατορθώνουν να ονομάσουν – κάποιοι από αυτούς λίγο πριν πεθάνουν…

[Gabriel Sienkiewicz, Επιστολή Νο.3]

Υπάρχουν άντρες που αρνούνται τον έρωτα μιας γυναίκας και τη φέρουν ύστερα, δίχως επιλογή, μέσα τους για πάντα. Υπάρχουν έρωτες που δεν είναι έρωτες αλλά κυκλικές ιστορίες. Από μια τέτοια ιστορία ποτέ δε θα ξεφύγουμε. Ο Μινώταυρος δεν ξέφυγε από τον λαβύρινθο, την ιστορία που έπλασαν κάποιοι άλλοι για αυτόν. Πέθανε, εγκλωβισμένος στο κέντρο του, από το σπαθί ενός Θησέα.

Επιστολές – Μέρος Β΄

Scroll to Top