«Ξέρεις, κάποτε νόμιζα πως η Γη είναι ένας μεγάλος, αγνός κήπος, στον οποίο κάποια στιγμή ο άνθρωπος παρενέβαλε τα δικά του ανόσια δημιουργήματα. Τώρα πιστεύω πως έχουν προϋπάρξει δημιουργήματα στον κήπο αυτόν πολύ πιο αρχαία. Και πως εδώ και αμέτρητους αιώνες δεν είναι διόλου αμόλυντος…» (σελ. 161, επιστολή Ελένης Moriandi προς Ιουλίττα Kyang)

Οι ήρωες του βιβλίου χτίζουν σιγά-σιγά, μόνοι τους, μια νέα θεωρία για τον κόσμο. Τι συνέβη στο παρελθόν; Τι εκτυλίσσεται γύρω τους; Τι είδους είναι η καταστροφή που πλησιάζει; Χαμένοι σε έναν άπειρο λαβύρινθο, όπου οι πάντες φέρουν ψευδώνυμα, ακόμη και τα ζώα -ακόμη και τα κτίσματα!- μόνον εικασίες μπορούν να κάνουν. Διότι ο ουρανός πάνω τους, η γη που πατούν, η πόλη όπου έζησαν όλα τους τα χρόνια, τίποτε και κανείς τελικά δεν είναι αυτό που ως τώρα νόμιζαν. Και χρόνος για να βρουν την αλήθεια, πλέον δεν υπάρχει…

Στη διαδικασία της συγγραφής των Επιστολών χρησιμοποιήθηκαν οι έννοιες “interpolation” και “extrapolation”, που συναντούμε στα Μαθηματικά. “Interpolation” σημαίνει το να δημιουργεί κανείς, ας το θέσουμε έτσι, «νέες γνώσεις» μέσα σε ένα σύνολο ήδη γνωστών αντικειμένων. Ενώ “extrapolation”, το να κάνεις μια υπόθεση για το τι υπάρχει πέρα από τα γνωστά όρια. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τις Επιστολές: Εξερευνούν τα έγκατα της ιστορίας και ταυτόχρονα το μακρινό παρελθόν και μέλλον της.

Κατά έναν περίεργο τρόπο, το παρελθόν εξακολουθεί να υφίσταται, να συναντάται παντού: στους ανθρώπους, στις φωτογραφίες τους, σε αθώα παιδικά παιχνίδια, στα ψηλά κτίρια, στα έρημα βουνά, στα βάθη της γης. Ενώ το μέλλον… Θα υπάρξει άραγε;

[Gabriel Sienkiewicz, Επιστολή Νο.7]

Το φως, Ελένη, έχει τώρα μειωθεί αισθητά. Βραδιάζει. Και δεν έχω ηλεκτρικό ούτε άλλου είδους φωτισμό στο σπίτι. Εδώ και τρεις μήνες, κάθε φορά που η νύχτα έρχεται, ξεψυχώ στο σκοτάδι. Στον φόβο μέσα. Στην αναμονή της επόμενης μέρας! (Η οποία ίσως και να μην έρθει…)

Αυτή τη στιγμή γράφω διακρίνοντας με δυσκολία πλέον τα γράμματα. Παλεύω για να σχεδιάσω την επόμενη λέξη. Ίσως έφτασε η στιγμή να ολοκληρώσω την επιστολή. Θα προσθέσω μόνο ότι από τη στιγμή που άρχισα και όση ώρα γράφω, ο Kron συνεχίζει να κάθεται σε κείνη την πολυθρόνα και να με κοιτά. Δηλαδή, δε με κοιτά απλά. Με παρατηρεί! Δίχως μία σύσπαση.

(συνέχεια)

Ελένη,

Έχει σκοτάδι τώρα πια παντού στο σπίτι, εκτός από μερικά εκατοστά μπροστά στα παράθυρα, όπου έχει ξεμείνει λίγο φως. Κι αυτός βρίσκεται στην ίδια θέση. Ακόμη. Και με κοιτά… Είναι τα μάτια του ακίνητα, διαρκώς στραμμένα πάνω μου. Και λάμπουν! Ξέρεις; Θα σου πω ένα μυστικό. Αισθάνομαι πως αυτός δεν είναι ο Kron.

Και πως δεν είναι σκύλος.

Ας ακούσουμε τώρα την ένατη από τις Επιστολές. Η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος Ελένη Moriandi γράφει απελπισμένη και τρομαγμένη στον αδελφό της στην Ελλάδα, τον Ανδρέα, έναν μήνα μετά τον τραγικό -και τόσο παράξενο- θάνατο του άντρα της. Είναι 2 Σεπτεμβρίου 2016: τρεισήμισι χρόνια προτού ξεκινήσουν τα εγκλήματα στην πόλη και τεσσεράμισι πριν την έναρξη της ιστορίας του βιβλίου.

Διαβάζει η Ελένη Τζιόγα.

Ακολουθήστε τώρα το
Πλάσμα
μέσα στη νύχτα…

Scroll to Top