(4)
– Βρίσκεσαι εδώ, μου έδειξε με το δάχτυλο.
Τόλμησα να αποσπάσω για μια στιγμή το βλέμμα μου από τα μάτια του. Κοίταξα. Ήταν η κεντρική είσοδος στον λαβύρινθο. Υπήρχαν πολλές άλλες περιμετρικά. Καταλάβαινα πως το σχέδιο στο χώμα δεν ήταν η ακριβής αναπαράσταση αλλά μονάχα ένα σκαρίφημα, ο υπαινιγμός ενός αδιανόητου συνόλου.
– Τι είναι αυτό; ρώτησα – τρέμοντας ήδη.
– Το παν, είπε.
– Το… παν;
– Ναι. Το Ανέκαθεν. Τώρα όμως…
Δε συνέχισε τη φράση του. Σηκώθηκε, ίσιωσε, χωρίς να με κοιτά πλέον, τον παράξενο, σκισμένο σε κάποια σημεία -αρχαίο;!- χιτώνα του και χάθηκε στο δάσος. Τον ακολούθησα με το βλέμμα. Ώσπου δεν άκουγα πλέον τα βήματα, δε διέκρινα άλλο πια τις άκρες των θάμνων να τρέμουν, καθώς αυστηρά, σαν ηγεμόνας, τις παραμέριζε. Στάθηκα ώρα εκεί. Ακίνητος. Ανύπαρκτος. Έτρεμα και μουρμούριζα ασυνάρτητες φράσεις. Ύστερα κοίταξα πάλι κάτω.
Ο λαβύρινθος είχε σβηστεί…