[Gabriel Sienkiewicz, Επιστολή Νο.4]
Μερικές φορές, όταν ήμουν μικρός, πήγαινα και καθόμουν πλάι στη μητέρα. Τότε εκείνη άρχιζε να διηγείται όμορφα παραμύθια. Κάποτε μου μίλησε για τον παλιό κόσμο, πριν τον Κατακλυσμό.
– Ήταν διαφορετικοί άνθρωποι, είπε. Αλλιώτικοι από εμάς.
Ήθελα να την ακούω. Να μαθαίνω!
– Πώς ήταν αυτοί οι άνθρωποι, μαμά; Πώς ήταν οι άνθρωποι που δεν έμοιαζαν για άνθρωποι;
– Διαφορετικοί! Γίγαντες! πρόφερε εκείνη με πάθος.
Κι ύστερα διηγήθηκε περιπέτειες από τη ζωή του πατέρα. Πόσο περίεργο: Η μητέρα μιλούσε για τον πατέρα! Μόνο εκείνη τη φορά συνέβη αυτό. Μόνο τότε. Κι η ιστορία του, μιας συνηθισμένης, τελείως αδιάφορης ζωής, πλεκόταν ξαφνικά στο μυαλό μου με τις ιστορίες των παράξενων ανθρώπων που έζησαν σε χρόνια αρχαία, πριν τον Μεγάλο Κατακλυσμό. Άραγε πλησιάζουμε σε κάτι τέτοιο τώρα; Τι θα λένε οι επόμενοι άνθρωποι για εμάς; Ότι ήμασταν διαφορετικοί;