«Ο Κατηραμένος Όφις», Ανάλυση (3 από 6)

Όλα λοιπόν είναι ένα όνειρο και η μεγάλη ερώτηση είναι: «Ποιος το βλέπει»; Όχι. Το μυθιστόρημα προχωρά πέρα και από αυτά, προτείνοντας και άλλες εξηγήσεις. Τα πάντα είναι περίπλοκα, ή σωστότερα, περιπλεγμένα. Διότι δεν υπάρχουν πολλά νήματα ερμηνειών και εμείς διαλέγουμε εκείνο που νομίζουμε πιο σωστό ή πιο αρεστό στις προτιμήσεις μας. Αντίθετα, τα νήματα αυτά έχουν τυλιχτεί το ένα γύρω από το άλλο, δύο-δύο, πολλά-πολλά μαζί, και αλλού μοιάζουν να ξεμπλέκονται, ενώ αλλού φαίνονται ότι μπλέκουν και τους ήρωες μέσα στις πιθανές εξηγήσεις τους. Ας παραθέσουμε μερικές ακόμη:

Α) Είναι πιθανό ο Νίκος να είναι νεκρός. Δε γνωρίζουμε από πότε. Ίσως από τη νύχτα που αυτοκτόνησε∙ ίσως η απόπειρα ήταν επιτυχής. Ή ίσως ακόμη και η ίδια η αυτοκτονία ήταν μία ψευδαίσθηση μέσα στο άπειρο πλήθος των ψεμάτων με τα οποία ένας αυτόχειρας παλεύει στην κόλαση. Στο τρίτο τμήμα του βιβλίου η εγγονή του δίνει μια τέτοια ερμηνεία:

«Αν κάποιος βρίσκεται στην κόλαση κι είναι νεκρός, μπορεί να κάνει όσα είδαμε να κάνει αυτός ο άντρας. Επειδή δεν ανήκει πλέον σε καμιά εποχή και μπορεί να ονειρεύεται -στα στιγμιαία διαλείμματα ανάμεσα στα ατελεύτητα βάσανά του-, μπορεί να κυνηγά αιώνια -μάταια- τον ίσκιο του και να ξυπνά πάλι και πάλι μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Επειδή ποτέ δεν ξυπνά και ποτέ δεν ονειρεύεται στα αλήθεια και από όσα κάνει κερδίζει μόνο το μηδέν».

Στην αρχή του δεύτερου τμήματος έχουμε μια ηπιότερη εκδοχή, όχι πλέον μία κόλαση, αλλά μια ζωή ωστόσο αδιέξοδη, παράλογη, ακατανόητη. Όταν ξυπνά στο έτος 2025, ο Νίκος θυμάται το ποίημα «Άννα», που μιλά για την Άννα Καρένινα του γνωστού μυθιστορήματος του Τολστόι. Το ποίημα που έγραψε ο Νίκος όμως διαδραματίζεται μετά το τέλος της εξιστόρησης του μεγάλου συγγραφέα, σε εκείνον τον κόσμο για τον οποίο υπάρχουν τόσες υποθέσεις…

Η ιδέα αυτή φυσικά δεν είναι πρωτότυπη, αλλά υπάρχει σε πολλά μυθιστορήματα και ταινίες και προέρχεται, όπως νομίζω, από την πίστη της Καθολικής Εκκλησίας σε ένα μεταβατικό στάδιο όπου -κάποιες- ψυχές υποφέρουν, όχι όσο στον Άδη, και ως εκ τούτου εξαγνίζονται. Η ιδέα αυτή στον χώρο της λογοτεχνίας και της Τέχνης έχει απομακρυνθεί από το θρησκευτικό της ένδυμα (να σημειώσω πως για την Ορθόδοξη Εκκλησία πρόκειται για μια τελείως αιρετική άποψη) και έχει μετασχηματιστεί συχνά σε μία αμφίβολη, ατέρμονη ζωή, όπου οι νεκροί δεν κατανοούν την κατάστασή τους, φοβούνται, ψάχνουν για μια διέξοδο, όμως κάθε φορά επιστρέφουν στο ίδιο σημείο:

ANNA

Εδώ και αρκετά πρωινά
συμβαίνει να ξυπνά τρομαγμένη,
μούσκεμα στον ιδρώτα.
Κι αναρωτιέται:
«Πού έχουν πάει όλοι στο σπίτι;
Γιατί με αφήσαν ΠΑΛΙ μόνη;».

Όμως τότε αρχίζει θαμπά
να θυμάται
-αχ, Άννα Καρένινα!-
πως κάτι φριχτό συνέβη εκεί,
στις ράγες του τρένου…

Μάλιστα, ο Νίκος, αφού ξυπνήσει από το τεράστιο όραμά του με τη Μαρία Οικονομοπούλου και θυμηθεί την ύπαρξη αυτού του ποιήματος, αναρωτιέται:

«Τι βλέπει άραγε γύρω του κάποιος που έχει πεθάνει; Και ένα ακόμη πιο τολμηρό ερώτημα: Το… γνωρίζει; (Σε αυτό το σημείο είχε σταματήσει για λίγη ώρα και είχε μείνει να κοιτάει το χαρτί.)»

Σε ένα άλλο σημείο, στο τέλος του πρώτου τμήματος, όταν του αποκαλύπτεται πως η Μαρία δεν ήταν φίλη αλλά κατάσκοπος και τον πρόδωσε, ο Νίκος σκέφτεται τα εξής – παραθέτω ολόκληρο το απόσπασμα αυτούσιο:

«Υπάρχει πρόοδος άραγε μετά τον θάνατο; Ο Νίκος αισθάνθηκε ξαφνικά πως είχε πεθάνει πριν χρόνια αμέτρητα, και όμως εξακολουθούσε να υποφέρει, να εξελίσσεται, να πορεύεται. Πού; Πώς; Ποιος; Σαν να είχαν χαθεί όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο και αυτός είχε παραμείνει ο μοναδικός, μοναχικός θεατής ενός άπειρου, ακατανόητου σύμπαντος. Και τα έβλεπε ξαφνικά όλα με μια τέλεια διαύγεια. Έτσι συμβαίνει άραγε μετά τον θάνατο; Βλέπεις τα πάντα, αλλά όχι αυτά εσένα; Είσαι εδώ και ταυτόχρονα παντού; Η τραχύτητα εκείνης της πανάρχαιας Βαβυλώνας και η κομψότητα της Νέας Υόρκης βρίσκονται στο ίδιο σημείο μέσα στον αχανή πλέον νου σου; Καθρεφτίζεται το παν παλλόμενο και στατικό στα ακοίμητα μάτια σου, πολύμορφο και όμως απλό; Καταργήθηκε για πάντα η κίνηση, επειδή ορίζεται μόνο στον χρόνο, αλλά «χρόνος οὐκέτι ἔσται»; Πλησιάζει η αιώνια Βασιλεία, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ, με την έννοια της ύπαρξης που όλοι γνωρίζουμε, κι εσύ, όντας πεθαμένος και ζωντανός, το γνωρίζεις αλλά δεν ελπίζεις;»

Β) Πιθανόν το μυθιστόρημα δεν πρόκειται καν για την τραγική ιστορία ενός αγοριού που βιάστηκε, ενός άντρα που απομονώθηκε – και ύστερα έφερε στον κόσμο το κακό. Πιθανόν αυτός ο άντρας, αυτό το αγόρι να ήταν εξαρχής η αιτία του κακού και των βασάνων των άλλων! Στον μοναδικό διάλογο της θείας και του θείου που διασώζεται, ακούμε τη θεία να διατυπώνει μια παράξενη θεωρία: Ότι ο πατέρας του αγοριού εγκατέλειψε την οικογένεια -και δεν επέστρεψε καν αργότερα να παραλάβει το ορφανό όταν η γυναίκα του πέθανε- όχι επειδή ήταν ένας ανήθικος άνθρωπος, αλλά επειδή φοβόταν… Ο θείος μοιάζει να ξέρει κάτι και δείχνει πως βιάζεται να τελειώσει γρήγορα αυτή η συζήτηση. (Του αρέσει το αγόρι και δε σκοπεύει να το αποχωριστεί τόσο εύκολα.) Η θεία ωστόσο επιμένει και λέει πως ο πατέρας φοβόταν το ίδιο του το παιδί! Μάλιστα, στη συνέχεια λέει πως δεν ήταν ιδέα της μόνο, αλλά πως το αγόρι εμφάνισε παράξενη συμπεριφορά, ακόμη και σε εκείνες τις λίγες μέρες που το φιλοξενούσαν στο σπίτι τους. Για παράδειγμα, ήξερε πράγματα που δεν ήταν δυνατόν να ξέρει.

Αυτό το διαπιστώνουμε κι εμείς όταν παρακολουθούμε το αγόρι να βρίσκει την τανάλια που χρειαζόταν, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι του υπογείου, και να γνωρίζει όλες τις ενέργειες που απαιτούνταν για την απόδρασή του, σαν ένας έμπειρος ενήλικας.

Συνεχίζουμε να έχουμε δείγματα αυτής της παράξενης, όχι αντίστοιχης ενός παιδιού συμπεριφοράς, όταν μιλά ιδιαιτέρως στο μωρό Μαρία Οικονομοπούλου και την απειλεί πως το σωστό ήταν να σκοτώσει αυτήν και τη μάνα της με την τανάλια, αλλά ευτυχώς για αυτήν δε θα το κάνει. Τα λόγια, οι ενέργειες, τα αισθήματα, σαφώς δεν ανήκουν σε ένα παιδί. Ούτε καν σε έναν φυσιολογικό ενήλικα.

Σημείωση: Να τονίσουμε εδώ πως όλα όσα έχουν ειπωθεί ως τώρα ως πιθανές ερμηνείες της ιστορίας δεν εμφανίζονται μόνο στα χωρία που παρατέθηκαν, αλλά διατρέχουν ολόκληρο το μυθιστόρημα. (Γι’ αυτό και μια δεύτερη ανάγνωση θα αποκαλύψει πολλά.) Για παράδειγμα, στη σελ. 80 η Μαρία αναπτύσσει μια θεωρία στον Νίκο για το πόσο άσχημη θα ήταν η ζωή στον Παράδεισο (της καρικατούρας-Παλαιάς Διαθήκης), όχι μόνο για τα προφανή θύματα, τον Αδάμ-2 και την Εύα-1, αλλά και για τους άλλους δύο, που υποτίθεται ότι το απολάμβαναν. Εκεί λοιπόν φέρνει την εικόνα ενός άπειρου σε μήκος διαδρόμου, στον οποίο περπατώντας ο κυνηγός του τέρατος, αντιλαμβάνεται, έπειτα από αιώνες, πως το θήραμά του ήταν ο ίδιος! Τότε ο Νίκος λέει: «Ο νεκρός που ψάχνει μια επιστροφή ανάμεσα στους ζωντανούς;». Η υπόθεση του ζωντανού-νεκρού, όπως και οι υπόλοιπες ερμηνείες, υπάρχουν σε ολόκληρο το βιβλίο. Μάλιστα, ενώ οι διάφορες ερμηνείες που παραθέσαμε είναι αμοιβαία αποκλειόμενες, ταυτόχρονα είναι απαραίτητες όλες για το χτίσιμο του μύθου, του μυστηρίου που δεν τελειώνει με το τέλος.

Γ) Κι εδώ ερχόμαστε σε άλλο ένα κρίσιμο ερώτημα, που διαμορφώνει και αυτό τη στάση μας σχετικά με το τι έχει συμβεί: Τι ακριβώς γίνεται στο τέλος; Όταν ο μικρός συναντά, μέσα σε απερίγραπτο φως, τους νέους του, θετούς γονείς και απαντά στη γυναίκα του Απόστολου Μανωλόπουλου ότι τον λένε «Νίκο»; Όπως είπαμε και στην αρχή, μία ερμηνεία, η οποία προφανώς θα είναι εκείνη που θα σκεφτούν οι περισσότεροι αναγνώστες -και με την οποία ο συγγραφέας θα ήταν πολύ χαρούμενος και ικανοποιημένος- είναι ότι ο μικρός κατόρθωσε τελικά να διαφύγει από τους (μελλοντικούς) δημίους του και ξεκινά μια νέα ζωή. Είναι όμως έτσι; Τα επόμενα δεν αποτελούν απάντηση αλλά επιπλέον υλικό για σκέψη. Εξάλλου, είναι πλέον φανερό πως δεν υπάρχει οριστική -και κυρίως ΜΙΑ- απάντηση.

Σε όλο το μυθιστόρημα γνωρίζουμε πως ο πρωταγωνιστής λέγεται «Νίκος», ενώ κάπου στο τέλος του πρώτου τμήματος μαθαίνουμε πως το επώνυμό του είναι «Μανωλόπουλος». Στην αρχή του τελευταίου τμήματος ωστόσο μαθαίνουμε πως το εννιάχρονο αγόρι, όταν πήγε να μείνει στο αγρόκτημα του θείου, ονομαζόταν «Moses Ιωάννου». Η θεία στον διάλογό της με τον άντρα της αναφέρει ότι το “Moses”, δηλαδή «Μωυσής», ίσως προκαλεί φαντασιώσεις στο παιδί και ιδέες μεγαλείου, ενώ ένα πιο φυσιολογικό όνομα θα ήταν του πεθερού της, το «Νίκος»…

Καθώς λοιπόν το αγόρι δραπετεύει από το κτήμα, ακυρώνει κάθε εναλλακτική πραγματικότητα που είχε δει στα οράματά του, από τις οποίες μόνον οι κυριότερες έχουν αναφερθεί στο μυθιστόρημα. Συναντώντας όμως, χωρίς να το σκοπεύει ή να το έχει υποπτευθεί, έναν άντρα που λέγεται «Μανωλόπουλος», και επιλέγοντας ως το νέο του όνομα το «Νίκος» που πρότεινε η θεία ως φυσιολογικό, μοιάζει πως ο καταραμένος κύκλος από τον οποίο είχε προσπαθήσει να ξεφύγει, αρχίζει πάλι… Είναι αλήθεια αυτό; Όλοι μας ελπίζουμε πως όχι!

Δ) Συναφές με το προηγούμενο ερώτημα, δηλαδή το τι συμβαίνει στο τέλος, είναι και εκείνο που θα παρατηρούσε ένας προσεκτικός αναγνώστης: Ότι σε αυτό το τελευταίο τμήμα η περιγραφή της φύσης, του ήλιου, των αντικειμένων του σπιτιού, των ανθρώπων, του περπατήματος του αγοριού, το καθετί, μοιάζει βυθισμένο σε μια εξωτική, υπερκόσμια ατμόσφαιρα -την ίδια ώρα που η ομίχλη ενός παρελθόντος το οποίο δεν έχει ακόμη συμβεί, σέρνεται σε κάθε γωνιά-, λες και πρόκειται για τμήμα μιας ταινίας ή… ενός ονείρου!

Θα αποκαλύψω πως είχα στο μυαλό μου και αυτή την πιθανότητα: Μετά την τελευταία λέξη του αγοριού να ακολουθεί μία ακόμη, σύντομη σκηνή, όπου ξυπνάει από ένα παράξενο όραμα, αυτή τη φορά όμως η μητέρα του αγοριού, δέκα χρόνια πίσω στον χρόνο, προτού το συλλάβει στην κοιλιά της ακόμη, και σκέφτεται πως ό,τι είδε δεν ήταν ένας απλός εφιάλτης αλλά κάτι με σημασία. Καταλαβαίνει τότε πως με τον συγκεκριμένο άντρα που αγάπησε πρόκειται να γεννήσει στο κοντινό μέλλον ένα τέρας που θα καταστρέψει την ανθρωπότητα. Έτσι, προτού συμβεί κάτι τέτοιο, τον εγκαταλείπει και φεύγει μακριά. (Και φυσικά κανείς δεν είναι σίγουρος, εφόσον δε γεννά ποτέ αυτό το μωρό, αν επρόκειτο για κάποιο αληθινό όραμα ή διέπραξε μια απερισκεψία.)

Αποφάσισα ωστόσο ότι αυτό ήταν too much, τόση πολλή πολυπλοκότητα και τόσες αναιρέσεις των αναιρέσεων (ήδη είναι όλα υπερβολικά για έναν συνηθισμένο αναγνώστη) και έτσι σταμάτησα την εξιστόρηση ακριβώς στο σημείο που ο μικρός προφέρει το νέο όνομά του. Εξάλλου, αυτό το τέλος περιείχε πολλή αισιοδοξία και φως, καθώς και ένα χρήσιμο μήνυμα για όποιον διάβασε την ιστορία!

Διαβάστε ΕΔΩ τη συνέχεια του άρθρου…

[Η φωτογραφία προέρχεται από την ταινία «Άννα Καρένινα» του 2012
και δείχνει την πρωταγωνίστρια Keira Knightley.]

Scroll to Top