1
[Κεφ. 9: Τα χαρίσματα της απεραντοσύνης]
Το ίδιο σιωπηλά έφυγαν και οι υπόλοιπες ώρες αφότου επέστρεψε στο σπίτι. Η τηλεόραση παρέμεινε κλειστή κι από τα ανοιχτά παράθυρα οι ήχοι έμπαιναν λεπτοί και διακριτικοί. Βούλιαξε σε μια ολοκληρωτική σιωπή, που απλωνόταν ακόμη και στους κόσμους των σκέψεων.
Είχε ήδη σκοτεινιάσει όταν αποφάσισε να βγει μια βόλτα. Το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά και στο κρύο ασημένιο φως του οι πολυκατοικίες, τα πεζούλια, τα σοκάκια θύμιζαν νεκρές επιφάνειες, μεταξύ φωτός και σκότους, που ταξίδευαν χωρίς προορισμό στο αχανές διάστημα. Εκείνος περπατούσε αργά, δίχως να ορίζει την κατεύθυνση, μόνος ανάμεσα στους υψηλούς, πολυώροφους τάφους που απάρτιζαν μιαν ολόκληρη πόλη. Μια πόλη που μπορούσε να μεταμορφώνεται ανάλογα με την ψυχική διάθεση ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Άλλοτε έσφυζε από ζωή και φως. Κι άλλοτε πάγωνε, μαρμάρωνε από κάποιο κρύο άγγιγμα κι ένας ανατριχιαστικός αέρας κυκλοφορούσε τότε ανάμεσα στους δρόμους.