4

Σταμάτησε να περπατά και κοίταξε ολόγυρα. Έπειτα από τόσους κύκλους σε γειτονιές χωρίς όνομα, βρισκόταν πάλι εδώ. Στη μία και μόνη γειτονιά που θαρρείς είχε δύναμη σε όλον τον πλανήτη. Μια πανίσχυρη ελκτική δύναμη τον οδηγούσε πάντα εδώ. Το πάρκο είχε ήδη ερημώσει. Ένας άνεμος παγερός φυσούσε, παρασέρνοντας γρανιτένια σύννεφα ψηλά. Με μια άκρη της σκέψης του κατόρθωσε να θυμηθεί πως ήταν κατακαλόκαιρο και δεν ταίριαζε λογικά να κάνει τόσο κρύο.

6

Όταν τα πουλιά εξαφανίστηκαν, ο Φίλιππος έμεινε πραγματικά μόνος. Ούτε αυτοκίνητα να φωτίζουν με τους προβολείς τους δρόμους, ούτε μαγαζιά ανοιχτά, ούτε παιδιά να τρέχουν πάνω-κάτω. Κοίταξε εκεί όπου κοίταζε πάντα. Εκεί όπου όφειλε θαρρείς να κοιτάζει. Το περίπτερο, ίδια μοναχικό με αυτόν, το ανάλογό του ανάμεσα στα άψυχα αντικείμενα, ωστόσο πλημμυρισμένο με αισθήματα και αναμνήσεις κρυμμένες καλά στα φθαρμένα τοιχώματά του, έστεκε θλιβερό, άστοχο ανάμεσα σε φρεσκοβαμμένα σπίτια και περιποιημένα παρτέρια. Σαν τσαλακωμένη χαρτοσακούλα που την πέταξε κάποιος όταν δεν τη χρειαζόταν πια, κι όμως αυτή κατάφερε να μην πέσει, αλλά να στερεωθεί εκεί στην πλατεία προς πείσμα όλων (κάτι σαν σύμβολο ή σαν ιδέα) για όλα τα χρόνια που έρχονται.

5

Σκοτεινά, τόσο διαφορετικά καθώς διέρχονταν μπροστά από τον φωτεινό δίσκο της σελήνης, στριφογύριζαν και πετούσαν πολλά μαυρόφτερα πτηνά. Κανονικά τέτοια ώρα θα έπρεπε να κοιμούνται στις φωλιές τους, ανάμεσα σε κλαδιά δέντρων ή σε προφυλαγμένες γωνιές. Λες και άκουσαν τη σκέψη του, και απότομα με πένθιμα κρωξίματα χάθηκαν πίσω από τα σπίτια, εκεί όπου τώρα κάτω από το βάρος μιας αόρατης προσταγής θα αποκοιμηθούν θέλουν δε θέλουν, θα κοιμηθούν πολύ βαθιά, ώσπου να ανατείλει από κάποιον άλλον κόσμο φερμένο το φως και πάλι.

Εφιάλτης

Scroll to Top