[Διήγηση Gabriel Sienkiewicz]
Σαν ένα ξόρκι που δεν ολοκληρώνεται, οδηγούσε στην εντυπωσιακή έπαυλη της Ελένης Moriandi ένας σχεδόν άφωτος δρόμος, που έστριβε και διαρκώς πάλι έστριβε και ελισσόταν. Δεν μπορώ να καταλάβω: Ποιος μηχανικός σχεδίασε κάτι τόσο αναποτελεσματικό;
Κάποτε επιτέλους έφτασα. Στάθηκα μπροστά στον φράχτη και κοιτούσα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Το αυτοκίνητο της Ελένης έλειπε. Δεν αποφάσιζα τι να κάνω. Ώσπου με βοήθησε ο ουρανός να αποφασίσω: Μια σιγανή βροχή βγήκε από το σκοτάδι της φύσης πίσω μου και άρχισε να δέρνει το πρόσωπό μου.
(2)
Η βουή της βροχής δυνάμωσε. Μούσκεψα. Όφειλα όμως να ελέγξω: Αν η Ελένη είχε πάθει κάτι κακό και εγώ στεκόμουν εκεί άπρακτος, δε θα συγχωρούσα εύκολα τον εαυτό μου.
(3)
Έχω μπει κρυφά κάποιες φορές στην αυλή αυτού του σπιτιού, όταν εκείνη δεν ήταν εδώ. Ποτέ δεν αποπειράθηκα όμως να δω τι υπάρχει… μέσα στο σπίτι. Καθώς προχωρούσα, ένιωθα, σχεδόν με τις αισθήσεις μου, τους κρυμμένους σκούρους όγκους που διαγράφονταν μετά τα έντονα φωτισμένα φυτά. Η Ελένη είχε ανάψει μέσα στη νύχτα όλους τους προβολείς του κήπου, δημιουργώντας μια αναμονή για κάποιο πάρτι, ενώ είχε σβηστά όλα τα φώτα του σπιτιού.
Το σπίτι δεν ήταν μια αναμενόμενη μοντέρνα σύνθεση από δύο-τρία ορθογώνια, αλλά μάλλον η τσιμεντένια υλοποίηση ενός ζώου… Τέλεια· εξαίσια· πανέμορφη! Και άγρια… Το ζώο αυτό δεν ήταν οικόσιτο· ήταν αγρίμι. Το σπίτι δεν ήταν σπίτι· ήταν σύμβολο. Το αγρίμι ζούσε εδώ γύρω, σε όλο το βουνό…
(4)
Απέμεινα για μερικά επείγοντα δευτερόλεπτα να ατενίζω άπρακτος το οικοδόμημα. Δεν ήταν μεγάλο, όμως έδειχνε βαρύ. Δεν ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκο, ωστόσο στις λεπτομέρειες κρυβόταν μια απειροστική ιδεοληψία. Θα το περίμενα αυτό από έναν μοναχικό μελετητή των μαθηματικών, αφοσιωμένο σε ανίερες θεωρίες. Όχι από την Ελένη. Τη γλυκύτατη, την εξωστρεφή Ελένη! Τελικά γνώριζα άραγε τη γυναίκα που παρακολουθούσα επί τόσα χρόνια; Ή ήταν και αυτή σαν την πόλη, μια ύπαρξη απέραντη και ανεξερεύνητη;