Κόκκινο ποδήλατο

Σε μια εποχή γεμάτη ακόμη από τη λάμψη του ήλιου, απόκτησα ένα υπέροχο ποδήλατο. Ίσως να ήταν το 1980, κι εγώ μαθητής της Τετάρτης Δημοτικού. Η κατάστασή μου ήταν όπως ενός πουλιού που ετοιμάζεται να πετάξει: Όλη την ώρα κουνάει τα φτερά του και κοιτάζει με προσμονή εκείνη τη συναρπαστική -και επικίνδυνη- βουτιά που ετοιμάζεται να κάνει στο κενό. Δεν ξέρω τι όνειρα έπλαθαν τα άλλα παιδιά στην ηλικία μου· εγώ ένα που έκανα ήταν να γυρίσω, θα έλεγα, τον κόσμο όλο με ένα ποδήλατο.

Διότι δεν ήταν και ένα οποιοδήποτε ποδήλατο, ας το σημειώσουμε αυτό. Νομίζω πως στη γειτονιά δεν είχαν παρόμοιο. Τουλάχιστον τότε δεν είχαν ακόμη. Τώρα πια, εντάξει, υπάρχουν πιο εξελιγμένα μηχανήματα. Το κοιτούσα με απόλαυση κάθε φορά που ετοιμαζόμουν να ανεβώ: Τόσο στιβαρό, γεμάτο δυνατότητες, με ένα υπέροχο κόκκινο χρώμα, μαύρη σέλα και διακοσμητικές γραμμές εδώ κι εκεί! Τότε ακόμη δεν είχε ξεκινήσει η παγκόσμια τρέλα με τους υπολογιστές, ώστε να ζηλεύω τους Texas Instruments και αργότερα τους Spectrum με τα υπέροχα παιχνίδια, οπότε ένα ποδήλατο αποτελούσε τον απόλυτο σύντροφο για ένα παιδάκι που θέλει να γνωρίσει νέα μέρη και έχει μάλλον λιγοστές παρέες.

Στη Θεσσαλονίκη ήταν λίγο δύσκολο να εξερευνήσω γειτονιές μακριά από το σπίτι μου. Αν και τότε τα αυτοκίνητα ήταν μόνο ένα μικρό ποσοστό από τον σημερινό εφιάλτη και παίζαμε αρκετές φορές καταμεσής του δρόμου χωρίς πολλές έγνοιες, όμως δεν θυμάμαι γενικά να απομακρυνόμουν. Αντίθετα, το καλοκαίρι με τους χωματόδρομους και τις μεγάλες άδειες εκτάσεις γύρω από το εξοχικό ήταν ο πιο κατάλληλος χρόνος και τόπος.

Θυμάμαι, σαν θραύσματα από έναν άλλοτε μεγάλο λαμπερό καθρέφτη, εικόνες μέσα στα λουλούδια το ηλιοβασίλεμα κι εγώ να διασχίζω με μανία χωράφια που κανείς μας δεν είχε περπατήσει, να αναπηδάω στις πέτρες, να σφίγγω την κοιλιά μου όταν κατέβαινα απότομα, να προσπερνάω τα άλλα παιδάκια με πάθος, να σκαρφαλώνω σε ανηφόρες ιδιαίτερα απότομες, να επιδιώκω τα δύσκολα. Πρόλαβα και πήγα σε μέρη κάπως μακρινά για τα δικά μου δεδομένα, ήμουν ελεύθερος όταν φυσούσε ο αέρας πάνω μου και εγώ εκσφενδονιζόμουν μπροστά. Αυτά μόνο, και με δυσκολία, τώρα θυμάμαι.

Διότι η ιστορία αυτή, σαν όλες τις συναρπαστικές ιστορίες των βιβλίων, είχε τη δική της ανατροπή, που κανείς δεν περίμενε. Στην αρχή ήταν αναμενόμενο:

Εντάξει, και ένα παιδικό ποδήλατο που χάλασε, so what?

Εντάξει, το ποδήλατο ξαναχάλασε, τι θες να πεις;

ΟΚ, κάποια ποδήλατα χαλούν μερικές φορές συχνά, ποιο το περίεργο;

Να ξέρεις, υπάρχουν περίοδοι στη ζωή όπου κάτι είναι συνεχώς χαλασμένο και μετά φτιάχνει για πάντα. Τόσο απλά.

Ωραία, δεν μπορείς να βγάλεις μόνος σου άκρη, πήγαινέ το σε έναν μάστορα.

Εντάξει, δε σημαίνει ότι επειδή το έφτιαξε ο μάστορας, δε θα ξαναχαλάσει στον αιώνα τον άπαντα.

Όμως ο αιώνας ο άπαντας ήταν η επόμενη κιόλας μέρα, και ο μάστορας δεν ήταν κάποιος άχρηστος! Κι ο πατέρας μου τα κατάφερνε με τις μηχανές αλλά όχι με ΤΟΥΤΗ τη μηχανή. Και οι θείοι κατείχαν πολλές, αλλά όχι ΑΥΤΗ τη γνώση. Και οι γείτονες ήταν άνθρωποι της πιάτσας, όμως δεν είχαν συναντήσει κάτι τόσο τραχύ. Και ο επιμένων νικά, αλλά όχι αν φέρει συγκεκριμένο ονοματεπώνυμο…

Διότι το ποδήλατο, με μια επιμονή που έμοιαζε σχεδόν μεταφυσική, χαλούσε συνεχώς. Έφτασα να αισθάνομαι ευτυχής αν μπορούσα να προχωρήσω διακόσια μέτρα χωρίς να πάθει κάτι. Από εντελώς αντικειμενική οπτική γωνία, το πρόβλημα ήταν το απλούστερο δυνατό. Εξάλλου και η κατασκευή του ποδήλατου δεν έγινε στη ΝΑΣΑ, ε; (Ή λες εκεί να έγινε;) Όμως ακόμη και στη ΝΑΣΑ θα έστεκαν προβληματισμένοι οι κορυφαίοι των επιστημόνων από την ύπαρξη τεχνητής νοημοσύνης -μιας ιδιαίτερα κακής και μοχθηρής- σε ένα απλούστατο δίτροχο όχημα για παιδιά.

Ώσπου, στις καλοκαιρινές διακοπές που ακολούθησαν την Πέμπτη Δημοτικού, μαζί με άλλα θλιβερά περιστατικά, είχα και ένα ατύχημα εγώ μαζί με το ποδήλατό μου, κατά το οποίο σε απόσταση μισού δευτερολέπτου αντίκρισα -αλλά δε συνάντησα- τον θάνατο. Το χέρι έσπασε, ακολούθησε μια εγχείρηση, και αυτό ήταν το τέλος. Είχαμε πια κουραστεί όλοι στην οικογένεια με αυτό το κόκκινο θλιβερό μεταλλικό αντικείμενο. Έτσι, εκείνο το καλοκαίρι του 1981, ενώ τα υπόλοιπα παιδάκια έτρεχαν πέρα-δώθε με τα δικά τους κατώτερα ποδήλατα στη γειτονιά, εγώ τα παρακολουθούσα με τον πρώτο (αλλά όχι τελευταίο) γύψο της ζωής μου.

Αποφασίσαμε να το πετάξουμε. Καλύτερα βέβαια θα ήταν να το χαρίσουμε. Όμως τι νόημα υπήρχε σε μια τέτοια πράξη; Να δώσουμε κάτι που είναι καταδικασμένο να διαλυθεί την επόμενη κιόλας στιγμή;

Είχαμε έναν γείτονα εκεί στο εξοχικό, που το αγόρι του ήταν μερικά χρόνια μικρότερο από μένα. Του προτείναμε να το πάρει, και μόνο που δεν πήδηξε από τη χαρά του:

– Αυτό είναι ένα πολύ ωραίο ποδήλατο! Ο Γ. θα χαρεί πολύ!

– Ναι, αλλά χαλάει…

(Εσύ βέβαια τους λες την αλήθεια, όμως ποιος σου δίνει σημασία εσένα;)

– Δεν πειράζει, θα το φτιάξω, είπε εκείνος.

– Ε… ξέρετε… Χαλάει συχνά.

– Εντάξει. Εγώ θα το φτιάξω!

Κάτι τέτοια αισιόδοξα τα είχαμε πει κι εμείς.

Έπειτα από λίγες μέρες πρόσεξα τον γιο του. Πέρασε μπροστά από το σπίτι μας, λάμποντας από χαρά πάνω στο καινούργιο του ποδήλατο. Την επομένη πέρασε ξανά. Ήταν ενδιαφέρον πως, ενώ πιο πριν ήταν απλά το παιδί ενός γείτονα, τώρα ήταν το ευγενικό παιδί ενός γείτονα. Μετά έγινε το ιδιαίτερα ευγενικό παιδί ενός γείτονα. Πιο μετά, το ανείπωτα ευγενικό παιδί ενός γείτονα. Ύστερα, κυριολεκτικά ένας πολιορκητικός κριός ευγένειας και καλών τρόπων, ο ανύστακτος φύλακας των υψηλών θεσμών του «καλημέρα» και του «σας ευχαριστώ πολύ», οι οποίες αναλλοίωτες μέσα στους αιώνες… Ώσπου κάποια μέρα αναφωνήσαμε – χωρίς να ακουστούμε ελπίζω:

«Έλεος!»

Φαίνεται πως οι γονείς του, καλοί και εγκάρδιοι άνθρωποι, είχαν συμβουλέψει τον γιο, ο οποίος ήταν κάπως σοβαρός και όχι των «και πολλά-πολλά», να δείξει απλόχερα την ευγνωμοσύνη του για το σπουδαίο δώρο που του είχαμε κάνει.

Σπουδαίο; Μίλησε κανείς για ΣΠΟΥΔΑΙΟ δώρο;

Προσέξαμε ότι το παιδί μπορούσε να κάνει πεταλιές για πάνω από εκατό μέτρα, χωρίς να σταματά ξαφνικά και να φωνάζει:

«Πάλι χάλασε!».

Κι επίσης:

«Μπαμπά! Μαμά!».
(Τι τράβηξαν κι αυτοί…)

Τα εκατό μέτρα τα οποία αναφέρθηκαν προηγουμένως ήταν βέβαια η πρώτη διαπίστωση. Γιατί δεν ήταν εκατό. Ήταν εκατό χιλιάδες. Ήταν έτη φωτός. Το ποδήλατο δε χαλούσε… ΠΟΤΕ.

Υπάρχει κανείς που δεν το άκουσε;

Π Ο Τ Ε !

Όμως πώς ήταν δυνατόν;

– Κύριε Τάδε, πώς πάει το ποδήλατο; Σας αρέσει;

–  Ούου! Ναι. Ο Γ. είναι πολύ ευχαριστημένος! Όλο με αυτό είναι.

– Το βλέπουμε. Περνάει και μας λέει καλημέρα…

Και «καλησπέρα» και «καληνύχτα» και «σας ευχαριστώ πολύ». Και ξανά, το ίδιο πρωινό, το ίδιο μεσημέρι, το ίδιο απόγευμα: «Καλημέρα», «καλησπέρα», «καληνύχτα». Μερικές φορές ήταν να προβληματίζεσαι αν σκόπευε να πάει για ύπνο, παρά μόνο αφού πρώτα βεβαιωνόταν ότι βρισκόμαστε και εμείς ήδη στο κρεβάτι και μας πει για ν-οστή φορά (όπου το ν τείνει στο άπειρο) «καληνύχτα» και «σας ευχαριστώ πολύ». Για όλους τους αγνώμονες, κακιασμένους ανθρώπους που συνάντησα αργότερα στη ζωή μου, το μικρό αυτό αγόρι, που έπαψε γρήγορα να είναι μικρό και μεγάλωσε κάνοντας βόλτες πάνω σε ένα όμορφο, κόκκινο ποδήλατο, θαρρείς μου έδωσε την απαραίτητη, εξισορροπητική δόση καλοσύνης και ευγένειας, επειδή του χάρισα κάτι που απλά είχα για πέταμα.

– Ναι, αλλά δε χαλάει; ρώτησα τον πατέρα.

– Όχι. Ποτέ.

Δεν κατάφερα να μεταφράσω σε μοντέρνα ελληνικά αυτό το «ποτέ». Ήταν ένα σχήμα λόγου; Συνέβαινε απλά πολύ σπάνια, δηλαδή μόνο δεκαπέντε φορές τη μέρα, και το θεώρησε εντελώς ασήμαντο ώστε να το αναφέρει; Μήπως ο άνθρωπος ήταν απλά ευγενικός -και ήταν όντως ευγενικός ακόμη και στην π.Π. (=Προ Ποδηλάτου) εποχή της ανθρωπότητας- και δεν ήθελε να μας στενοχωρήσει; Εγώ περίμενα να μας πει ότι το ποδήλατο φυσικά και χαλούσε, μονάχα που αυτό τύχαινε να συμβαίνει σε κάποια άλλα σημεία και όχι μπροστά στο σπίτι μας, ώστε να το διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι. Ωστόσο, φαινόταν πως ο γείτονας, ενώπιον του δικαστηρίου όλων των αποτυχημένων της ανθρωπότητας, έλεγε την αλήθεια χωρίς φόβο και χωρίς πάθος.

– Δηλαδή… (επέμεινα εγώ στην αναζήτηση της υπέρτατης γνώσης) δε χαλάει κάποιες φορές κι εσείς ύστερα…;

– Όχι. Είναι ένα πολύ γερό ποδήλατο! Το έφτιαξα όταν μου το δώσατε και από τότε δε χάλασε.

– Δηλαδή τι ακριβώς κάνατε και το φτιάξατε τόσο καλά, ώστε να μην ξαναχαλάσει;

– Α, όχι κάτι ιδιαίτερο. Δε χρειαζόταν εξάλλου και τίποτε ιδιαίτερο. Βλέπεις, είναι μία ΠΟΛΥ καλή κατασκευή!

Έφυγε. Σε λίγη ώρα ο γιος πάλι περνούσε μπροστά από το σπίτι μας:

«Καλημέρα».

Και επίσης:

«Σας ευχαριστώ πολύ».

Έτσι κύλησαν τα χρόνια, κυκλωμένοι από ποδήλατα που διέρχονταν με χαρούμενα παιδιά πάνω τους, από ανθρώπους που φώναζαν και καλημερίζονταν και απολάμβαναν τον εκτυφλωτικό ήλιο του καλοκαιριού, τις βόλτες, την ελευθερία. Και τα παιδιά έγιναν έφηβοι, οι έφηβοι έγιναν νέοι και κοπέλες, και οι νέοι έφυγαν μακριά στην αναζήτηση της καριέρας, μιας καλύτερης τύχης. Κι εμείς, όπως σε κείνες τις ταινίες που η κάμερα προσδέθηκε σε ένα σημείο επί καιρό και ύστερα βλέπουμε τα πάντα σε γρήγορη κίνηση, ήμασταν το μοναδικό ακίνητο τμήμα ενός αεικίνητου κόσμου, ακίνητοι και άφθαρτοι μέσα στον χρόνο, καθισμένοι σε μία βεράντα που σίγουρα δεν ήταν βεράντα αλλά τόπος ανώτερης ενατένισης της ζωής, ακίνητοι και θαρρείς ανέκφραστοι και αμίλητοι σε τούτη την extremely fast forward κίνηση των εικόνων, ενώ τα σύννεφα πάνω μας έτρεχαν αστραπιαία και χάνονταν, οι μέρες εναλλάσσονταν με τις νύχτες, οι εποχές του χρόνου περνούσαν σαν βέλη που εκτινάχθηκαν από ένα πανίσχυρο τόξο, έβγαιναν λουλούδια κι ύστερα μαραίνονταν θα έλεγες ακαριαία, ο καύσωνας του καλοκαιριού γινόταν παγωνιά του χειμώνα μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, τα χρόνια πλημμύρισαν, ξεχείλισαν, έγιναν δεκαετίες, δεν ξέρω μήπως ήταν και αιώνες.

Ο μικρός Γ. κάποτε ελάττωσε και ύστερα σταμάτησε εντελώς τα «ευχαριστώ» και τα «καλημέρα». Έπειτα από εκατομμύρια καλοκαιρινές περιφορές του κόκκινου αστραφτερού δορυφόρου του γύρω από το φθινοπωρινό, συννεφιασμένο σπίτι μας, άλλαξε το ποδήλατο με ένα μηχανάκι, ύστερα με ένα ωραίο αυτοκίνητο. Στη θέση πίσω του κάθισε μια όμορφη κοπελιά που τα μαλλιά της ανέμιζαν καθώς μας προσπερνούσε. Αργότερα, πλάι του, στη θέση του συνοδηγού, μία άλλη κοπελιά – έχασα όμως το μέτρημα. Ποτέ δεν ήμουν καλός στο μέτρημα και δε θέλω να είμαι. Γιατί υπάρχουν άλλα πράγματα, άλλοι άνθρωποι, όπου το μέτρημα απλά δεν υφίσταται καν ως όρος (ο αναγνώστης ας καταλάβει τι λέω) και θα παραμείνει για πάντα αχρείαστο σε μια άκρη. Κάποτε συνάντησα τον πατέρα του:

– Έχω δει ποδήλατα και ποδήλατα, είπε, αλλά ΤΟΣΟ γερό ποδήλατο ποτέ!

Καιρό αφού είχα βγάλει τον γύψο από το χέρι που είχα σπάσει τότε, δοκίμασα να ανεβώ σε ποδήλατα άλλων παιδιών. Δεν ξέρω, ίσως ήταν ψυχολογικό, ίσως ήταν διαφορετικά μηχανήματα, όμως ένιωθα ότι χάνω την ισορροπία μου, ότι να, θα πέσω, και κατέβαινα το επόμενο λεπτό. Για μένα, ο όρος «ποδήλατο» κατέληξε να σημαίνει ένα μηχάνημα που το αγόρασες για να μην το χαρείς. Θα χαλάσει έπειτα από λίγες μόνο πεταλιές, θα διαλυθεί σε κομμάτια – κι εσύ θα γκρεμοτσακιστείς. Καθώς μεγάλωνα και έγινα κάποτε έφηβος και ύστερα ενήλικας, το πείραμα έδινε πάντα το ίδιο θλιβερό αποτέλεσμα: Ούτε να το σκέφτεσαι!

Το 1999, έτος σημαδιακό για τη ζωή πολλών, και ακόμη περισσότερο για τη δική μου (για τελείως διαφορετικούς λόγους όμως από την έλευση των εξωγήινων ή το πρόβλημα των υπολογιστών), έθεσα κάποιους πολύ ενδιαφέροντες στόχους. Τους περιέγραψα με e-mail σε μια γνωστή μου κοπέλα. Ένας από αυτούς ήταν να αγοράσω ένα ποδήλατο και να πάω παντού.

Δεν πήγα πουθενά. Το ποδήλατο παρέμεινε στο κατάστημα ανάμεσα σε άλλα λαμπερά του είδους του, ενώ οι υπόλοιποι στόχοι υπήρξαν απλά γραμμένοι, και ύστερα λησμονημένοι, σε κάποιο ενθουσιώδες, όπως πάντα, μήνυμα.

Και είναι τώρα πια, τέσσερις δεκαετίες σχεδόν από τότε, όταν κάνω τη βόλτα μου στην παραλία της Θεσσαλονίκης, που δεκάδες άνθρωποι με προσπερνούν, άνθρωποι υγιείς, δυνατοί, αυτοί που είναι πλασμένοι να μην πέφτουν, που θαρρείς δεν πρόκειται ποτέ να πέσουν πάνω στα άφθαρτα μηχανήματά τους. Φεύγουν με ταχύτητα μπροστά, ενώ εγώ περπατώ αργά και μετρώ τα βήματά μου επιστρέφοντας στο ημιφωτισμένο σπίτι μου. Τους παρατηρώ καθώς μακραίνουν, μικραίνουν, ώσπου χάνονται στο βάθος.

[Η φωτογραφία του Stephen Kraakmo]

Scroll to Top