«Ο Κατηραμένος Όφις», Ανάλυση (1 από 6)

(Μια εμβάθυνση στο μυθιστόρημα από τον ίδιο τον συγγραφέα. Συνίσταται για όσους το έχουν ΗΔΗ διαβάσει.)

Κατά την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος υπάρχουν κάποιοι που απαιτούν να μάθουν «τελικά τι έγινε». Και υπάρχουν, αντίθετα, εκείνοι που διακηρύσσουν: «Δε θέλουμε εξηγήσεις!». Στην πραγματικότητα, και οι δύο πλευρές έχουν δίκιο: Κανείς δε συμπορεύεται τόσο δρόμο με τον συγγραφέα, αν δεν πρόκειται να φτάσει κάπου. Και, από την άλλη, ένα έργο τέχνης δεν πρέπει να είναι εύκολο∙ οφείλει να είναι βαθύ, έως και αχανές, μυστηριώδες. Στον «Κατηραμένο Ὄφι», δυστυχώς ή ευτυχώς (για την πρώτη κατηγορία αναγνωστών δυστυχώς, για τη δεύτερη ευτυχώς), έχουμε πολλά επίπεδα ανάγνωσης, πολλές και παράξενες γωνίες θέασης. Ας επαναλάβουμε όμως με συντομία την ιστορία:

Στο πρώτο περίπου μισό της έχουμε μια εκτεταμένη τηλεφωνική συνομιλία, με φανερή διηγηματική ροή, κατανοητή πιστεύω σε κάθε αναγνωστικό κοινό: Παρακολουθούμε έναν άνδρα, ο οποίος ζει σε ένα ζοφερό μέλλον, αγαπά μια γυναίκα -παράνομα-, αυτή τον προδίδει, τον συλλαμβάνουν. Παρ’ όλες τις ενδιάμεσες ανατροπές, όλα εξελίσσονται «γραμμικά», κατανοητά.

Η συνέχεια όμως ανατρέπει όλες τις προσδοκίες: Ο άντρας δε ζούσε τελικά στο μέλλον, ούτε και η γυναίκα, αλλά όλα αυτά διαδραματίστηκαν σε μία νύχτα, σε ένα όνειρο. Στη συνέχεια ακολουθούμε και πάλι μια φυσιολογική διηγηματική ροή: Η γυναίκα προδίδει τον άντρα, τον απολύουν, εκείνος απελπίζεται, γι’ αυτό αποφασίζει να κάνει πράξη όσα του (υπ)έδειξε το όνειρο.

Αυτό ήταν το σημείο που θα τελείωνε το μυθιστόρημα, αν δεν υπήρχε η παράκληση από τον αδερφό μου για ένα happy ending. Εξέτασα προσεκτικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο και τελικά δημιούργησα μια εξέλιξη της ιστορίας, η οποία αφενός δίνει ένα ευτυχές τέλος, αφετέρου… δεν αναιρεί το κακό! Πώς; Θα το δούμε λίγο παρακάτω.

Προτού φτάσουμε εκεί όμως, ας υποθέσουμε πως το μυθιστόρημα τελειώνει σε αυτό ακριβώς το σημείο, όπου ο πρωταγωνιστής δημιουργεί την τρομοκρατική του οργάνωση. Και πάλι δεν είναι όλα ξεκάθαρα και όμορφα στρωμένα. Υπάρχει καταρχήν το ερώτημα: Η κότα είναι που γέννησε το αυγό ή το αυγό την κότα; Εγώ θα προσθέσω: Ή μήπως κάποιος άλλος, και τα δύο; «Ή ίσως… δεν υπάρχουν καν αυγό και κότα;» θα αναρωτιόταν ένας πιο διεστραμμένος νους. Αλλά ας μην το πάω τόσο μακριά. Η ιδέα λοιπόν της «άπειρης ανατροφοδότησης» προέκυψε στο μυαλό μου από τη σπουδαία ταινία επιστημονικής φαντασίας του 1995 «Οι Δώδεκα Πίθηκοι», όπου συμβαίνει ένα αντίστοιχο παράδοξο: η ιδέα για τη διασπορά του φονικού ιού που μόλυνε όλον τον κόσμο, δόθηκε στον εγκληματία από έναν χρονοταξιδιώτη, ο οποίος ήρθε από το μέλλον ακριβώς με τον σκοπό να την αποτρέψει. Κατά κάποιον τρόπο, δίνει στον δημιουργό την ιδέα της δημιουργίας το ίδιο το δημιούργημά του! Αν όμως ο χρονοταξιδιώτης δεν ερχόταν, δε θα έδινε προφανώς την ιδέα στον εγκληματία, άρα δε θα γινόταν η παγκόσμια διασπορά του ιού, άρα… Ποιος είναι τελικά αυτός που ΠΡΩΤΟΣ σκέφτηκε να πράξει το κακό, εφόσον όλα τούτα προήλθαν από ένα χρονικό παράδοξο, από μια άπειρη ανατροφοδότηση γεγονότων; Κάτι παρόμοιο έχουμε και εδώ.

Στον «Κατηραμένο Ὄφι» βέβαια θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως η κότα γέννησε κανονικότατα το αυγό, λέγοντας ότι ο τριαντάχρονος Νίκος Μανωλόπουλος, με το ιδιαίτερα βεβαρημένο παρελθόν (βιασμών, κακοποιήσεων, μοναξιάς κτλ.), είδε απλά ένα ευφάνταστο όνειρο, επηρεασμένος σαφώς από τη δηλητηριώδη ουσία που πήρε για να αυτοκτονήσει, και μέσα σε αυτό το όνειρο συνοψίστηκαν κάποιες ιδέες που υπήρχαν ήδη στο μυαλό του, ενώ πρόβαλαν και κάποιες νέες. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να πει κάποιος, είναι το όνειρο που τον κάνει να «βρει τον προορισμό» του και όχι η δική του δομημένη σκέψη, ενώ η προδοσία της Μαρίας Οικονομοπούλου την οποία αυτό προφήτευσε ήταν σαφώς κάτι το μη φυσιολογικό. Ας προχωρήσουμε όμως στο επόμενο τμήμα του βιβλίου.

Ο Νίκος δεν ξυπνάει στον δικό χωροχρόνο, αλλά ξανά σε εκείνο το τρομερό μέλλον. Να πω εδώ ότι ήθελα από χρόνια να γράψω μια ιστορία όπου ο πρωταγωνιστής ξυπνά σε μία πραγματικότητα η οποία μπορεί να είναι και η ίδια ένα όνειρο (αλλά μπορεί φυσικά και όχι), και όπου δε θα είναι γνωστός ο «τρόπος» της εύρεσης της αλήθειας. Αυτό δεν πρόκειται σίγουρα για δική μου πρωτότυπη έμπνευση∙ έχουν ασχοληθεί αρκετά οι φιλόσοφοι των τελευταίων αιώνων με τον προσδιορισμό τού τι είναι αληθινό, δεδομένου ότι ο άνθρωπος δεν έχει πρόσβαση σε μια «αντικειμενική» οπτική του κόσμου, παρά μόνο στη δική του υποκειμενική ματιά, τη θολή, τραυματισμένη κι αβέβαιη. «Δεν υπάρχουν αυθεντίες» δίδαξαν οι σοφοί του Δυτικού πολιτισμού, και το άμεσο τρομερό θεώρημα αυτού του υπέρτατου αξιώματος είναι ότι κανείς δεν είναι βέβαιος για τίποτε∙ ούτε καν για τη δική του προσωπική εμπειρία. Κυρίως για αυτήν.

Το μοναδικό βάσανο όμως για τον πρωταγωνιστή (και τον αναγνώστη φυσικά) σε τούτο το νέο ξύπνημα, δεν είναι να προσδιορίσει αν πρόκειται για κάποιο νέο όνειρο ή παραίσθηση, αλλά το ότι καταλύονται σε αυτό βασικοί νόμοι της φύσης και της λογικής. Καταλύονται μάλιστα όχι μόνο για αυτόν, τον ονειρευόμενο, τον θεατή, αλλά και για εκείνους που αποτελούν τα υποκείμενα του ονείρου ή της θέασής του. Αυτό ακριβώς είναι που συζητούν και με το οποίο τρέμουν οι δύο επιστήμονες και η εγγονή του Νίκου – και κανείς φυσικά δε βρίσκει μια απάντηση, μια λύση. Πρόκειται λοιπόν ο αιχμάλωτός τους για ένα υπερφυσικό ον, για έναν θεό, «που ονειρεύεται αιωνίως, που δημιουργεί ονειρευόμενος, εξερευνώντας όλες τις δυνατότητες ενός κόσμου τον οποίο δεν έχει ακόμη κατασκευάσει»; Κανείς δεν ξέρει. Ούτε καν ο ίδιος ο… «θεός».

Στην επιστήμη, αλλά κυρίως στην επιστημονική φαντασία, υπάρχει η έννοια του «Μαύρου Κουτιού»: Ένα αλλόκοτο, αγνώστων ιδιοτήτων αντικείμενο, το οποίο όλοι αγωνίζονται να κατανοήσουν μελετώντας το από έξω, κατασκευάζοντας διαρκώς νέες θεωρίες, οι οποίες βελτιώνουν – ή και αναιρούν εντελώς τις παλιές. Κανείς ωστόσο, ακόμη κι αν έχουμε φτάσει στη θεωρία αριθμός Ν, όπου το Ν είναι κάτι μεγάλο, δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως έχει καταλάβει το ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ του κουτιού ή αν απλά κατασκεύασε μια επιτυχή προσομοίωση της εξωτερικής συμπεριφοράς του. Το «Μαύρο Κουτί» θα παραμένει ο αιωνίως Άγνωστος, αυτός που μόνο αυτός γνωρίζει τον ακατάληπτο εαυτό Του. Σε τούτη την ιστορία ωστόσο η ερώτηση μάς πάει ακόμη πιο μακριά: Κι αν ακόμη και το ίδιο το Μαύρο Κουτί δεν έχει μια απάντηση για το ποιος είναι; Αν, φυλακισμένο μέσα σε μια τρομερή φυλακή ακατανοησίας, είναι καταδικασμένο και το ίδιο να μη μάθει ποτέ; Τίποτε απολύτως;

Χωρίς να αφήσουμε εντελώς την ανάλυση αυτού του ενδιαφέροντος τμήματος, ας προχωρήσουμε στο επόμενο: Ο πρωταγωνιστής εκτελείται στο μέλλον και ξυπνά στο παρελθόν. Αυτή τη φορά όχι στο προηγούμενο παρελθόν, του έτους 2025, αλλά στο 2004. Είναι μικρός, μόλις εννιά ετών, κάποιες ώρες πριν από «εκείνη τη νύχτα», όταν βιάστηκε από τον θείο του για πρώτη φορά. Εδώ φυσικά μπορεί κανείς να ρωτήσει: Και πώς ξέρουμε ότι όλα όσα είδε πρόκειται να συμβούν; Η απάντηση είναι: Δεν ξέρουμε. Δεν είμαστε σίγουροι καν αν αυτό που συμβαίνει τώρα δεν είναι παρά ένα ακόμη όνειρο… Όμως αυτό ας το συζητήσουμε στη συνέχεια. Ο μικρός παίρνει μια εσωτερική «απάντηση» πως όλες του οι αμφισβητήσεις και βλασφημίες ως τσακισμένος ενήλικας τελικά έχουν απαντηθεί: Ο Θεός ήταν -είναι- πάντοτε μαζί του. Μάλιστα με έναν τρόπο αδιανόητο για τους κοινούς θνητούς. Ο Θεός φαίνεται πως τον αντιμετωπίζει όντως ως κάποιον Νέο Μωυσή. Όχι όμως εκείνον που επρόκειτο να λατρέψουν στο μέλλον οι δαιμονισμένοι θαυμαστές του, αλλά τον σωτήρα και απελευθερωτή του δικού του βασανισμένου εαυτού. Ο μικρός αποδέχεται την πρόσκληση, παραδέχεται την προφητική ενόραση ως αληθινή και δραπετεύει από το κτήμα.

Η σκηνή της δραπέτευσης δεν είναι ένας όμορφος περίπατος στην εξοχή για τον αναγνώστη που έχει συνηθίσει να διαβάζει προσεκτικά την κάθε λέξη. Μαθαίνουμε ότι ο μικρός δεν είδε μόνον ένα όραμα -αυτό που περιγράφεται στο βιβλίο- αλλά πολλά εναλλακτικά. «Σαν κάποιο από εκείνα τα μοντέρνα θεατρικά έργα του 20ού αιώνα, που ήταν γεμάτα με ρωγμές και ασυνέχειες» θα μας πει. Κάθε νέα περιγραφή του μέλλοντος όμως, κάθε φορά που ξαναζούσε, ξαναπέθαινε και ξαναγυρνούσε, δεν ήταν η ίδια. Κάτι άλλαζε. Επρόκειτο για κάτι «ελικοειδές», είναι η περιγραφή που του δίνει το μικρό αγόρι. Εδώ επανέρχεται, αναπόφευκτα, η θεωρία από το προηγούμενο τμήμα, ότι ο πρωταγωνιστής δεν ονειρεύεται απλά μια ιστορία, ούτε καν βλέπει σε προφητικό όραμα κάποιο μέλλον, αλλά «δοκιμάζει» τα εναλλακτικά μέλλοντα, όλους τους πιθανούς κόσμους, ώσπου να κατασταλάξει στον καλύτερο από αυτούς.

Στην αρχή αυτού του τέταρτου και τελευταίου τμήματος έχουμε ένα ποίημα που μιλά για ένα χωράφι. «Αυτό το ποίημα δεν έχει γραφτεί ακόμη. Ίσως δε γραφτεί ποτέ. Όμως κατά κάποιον τρόπο υπάρχει» μας πληροφορεί ο αφηγητής, ο οποίος άλλοτε είναι (και άλλοτε δεν είναι) ο πρωταγωνιστής. Το χωράφι αυτό είναι ένα υπερκόσμιο αντικείμενο, απαίσιο, νοήμον, θλιμμένο, αιωνίως έρημο, άκαρπο παρ’ όλες τις προσπάθειες, αναπόφευκτο. «Το χωράφι είμαι εγώ» συμπεραίνει στο τέλος. Ή μήπως το είχε καταλάβει από την αρχή; Πρόκειται για ένα ποίημα το οποίο «πρόφερε» -χρόνος αόριστος- «στο τέρμα όλων των αιώνων ο τελευταίος άνθρωπος, λίγο προτού χαθεί». Εδώ έχουμε λοιπόν έναν υπαινιγμό για αυτή την ατελεύτητη επανάληψη του θεατρικού έργου, στο οποίο συμμετέχει ο Νίκος, και το οποίο φυσικά δεν είναι μια περιπετειώδης παράσταση αλλά η ίδια του η ζωή. Η ζωή μάλιστα όλου του κόσμου. Σαφέστατα, δεν έχει κατανοήσει όχι μόνο ποιος είναι ο ίδιος, αλλά και τι είναι στα αλήθεια η ζωή και όλα αυτά που κάνουμε, μας κάνουν οι άλλοι, ή μας συμβαίνουν.

Διαβάστε ΕΔΩ τη συνέχεια του άρθρου…

Scroll to Top