Β
Πλησιάζοντας την είσοδο της αυλής, εγώ γύρισα τυχαία το κεφάλι μου στ’ αριστερά. Και τότε μαρμάρωσα για λίγα δευτερόλεπτα. Επειδή μπροστά μου αντίκριζα το σπίτι της κυρα-Μαριγώς! Είχε βγει θαρρείς μέσα από τα παραμύθια. Μια μικροσκοπική μονοκατοικία με αντίστοιχα μικρή αυλή, όλα εγκαταλειμμένα μάλλον εδώ και καιρό. Ένα στοιχειωμένο, καταραμένο σπίτι. Αν ερχόμουν εδώ βράδυ, ποιος ξέρει, ίσως και να έβλεπα τον Νικολάκη με το σακούλι του, μες την ερημιά, να προχωρά κουτσαίνοντας, ένα ανθρώπινο ερείπιο.
Η Θ. Λειτουργία τελείωσε και εμείς βγήκαμε από τον ναό. Η μητέρα μου είπε ότι μπορούσε να περπατήσει έως λίγο πιο κάτω, ώσπου να βρούμε ταξί. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, είπε, αισθανόταν τόσο καλά, ώστε τελικά ούτε ταξί χρειαστήκαμε ούτε λεωφορείο. Έκανε όλον τον δρόμο πίσω για το σπίτι με τα πόδια. Χάρηκα τόσο πολύ! Έμοιαζε μια καινούργια μέρα να ξημερώνει. Έμοιαζε… Διότι ύστερα από τον περίπατο αυτό κρυολόγησε σοβαρά και η υγεία της χειροτέρεψε. Υπέφερε πολύ και για πολύ καιρό. Κάθε χρόνο πηγαίναμε είτε μαζί είτε μόνη της στη γιορτή της αγαπημένης της Αγίας. Αυτή στάθηκε όμως η τελευταία της φορά.