Η υπόθεση του μυθιστορήματος δεν υπήρχε στο μυαλό μου. Εμφανίστηκε ξαφνικά, μια παράξενη νύχτα, σε έναν εφιάλτη… Ο εφιάλτης αυτός, σαν κινηματογραφική ταινία, παρουσίαζε την εναρκτήρια σκηνή, εκείνη στο λεωφορείο, δύο-τρεις σύντομες σκηνές ακόμη, και το τέλος. Όλα έρεαν μέσα σε μια ασύλληπτη ατμόσφαιρα∙ κι έληγαν με μια απίστευτη ανατροπή!

    Στο όνειρό μου αυτό ο πρωταγωνιστής έχει αποκοιμηθεί σε ένα παλιό λεωφορείο και βλέπει ο ίδιος ένα όνειρο. Εγκιβωτισμένο το ένα όνειρο λοιπόν μέσα στο άλλο. Εγώ μιλώ με την έκπληκτη φωνή του κακόμοιρου πρωταγωνιστή. Όμως εκείνος μιλά με το στόμα κάποιου παράξενου, μακρινού όντος. Ενός ηγεμόνα πανίσχυρου, υπερκόσμιου -ή μάλλον καταχθόνιου- ο οποίος παρέμεινε επί αμέτρητο καιρό στο σκοτάδι και επιθυμεί τώρα να εισέλθει στον κόσμο μας. Και, όπως φαίνεται, το έχει ήδη κατορθώσει…

Ο πρωταγωνιστής ξυπνά από το παράξενο όνειρο και διαπιστώνει πως έχει αποκοιμηθεί στο λεωφορείο. Είναι νύχτα, μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα, και αυτός έχει ανεβεί για μια «ψυχαγωγική» διαδρομή ως το βουνό που υψώνεται έξω από την πόλη: Μια μεγαλούπολη του δυτικού Καναδά, κάπου στις ακτές της Βρετανικής Κολομβίας. Πλούσια, σκοτεινή και γεμάτη μυστήρια, τούτη η πόλη είναι κάτι σαν την Gotham City του Batman. Κι όμως τη μισεί και θέλει από αυτήν πάντα να ξεφύγει. Γιατί εκεί υπέφερε όλα τα χρόνια της δύστυχης ζωής του…

Και τώρα ανεβείτε
στο παλιό λεωφορείο…

Scroll to Top