Η υπόθεση του μυθιστορήματος δεν υπήρχε στο μυαλό μου. Εμφανίστηκε ξαφνικά, μια παράξενη νύχτα, σε έναν εφιάλτη… Ο εφιάλτης αυτός, σαν κινηματογραφική ταινία, παρουσίαζε την εναρκτήρια σκηνή, εκείνη στο λεωφορείο, δύο-τρεις σύντομες σκηνές ακόμη, και το τέλος. Όλα έρεαν μέσα σε μια ασύλληπτη ατμόσφαιρα∙ κι έληγαν με μια απίστευτη ανατροπή!
Στο όνειρό μου αυτό ο πρωταγωνιστής έχει αποκοιμηθεί σε ένα παλιό λεωφορείο και βλέπει ο ίδιος ένα όνειρο. Εγκιβωτισμένο το ένα όνειρο λοιπόν μέσα στο άλλο. Εγώ μιλώ με την έκπληκτη φωνή του κακόμοιρου πρωταγωνιστή. Όμως εκείνος μιλά με το στόμα κάποιου παράξενου, μακρινού όντος. Ενός ηγεμόνα πανίσχυρου, υπερκόσμιου -ή μάλλον καταχθόνιου- ο οποίος παρέμεινε επί αμέτρητο καιρό στο σκοτάδι και επιθυμεί τώρα να εισέλθει στον κόσμο μας. Και, όπως φαίνεται, το έχει ήδη κατορθώσει…