Θα επανέλθω σε όσα διαδραματίζονται ή υπαινίσσονται στο τέταρτο τμήμα, αλλά όχι προτού ολοκληρωθεί η συζήτηση που ξεκινήσαμε στην αρχή: Τι συμβαίνει τελικά σε αυτό το μυθιστόρημα; Έχουμε ήδη μία πρώτη υπόθεση, που είναι και η βασική:
1) Κάποιος άντρας οραματίζεται το μέλλον του και φροντίζει να το επαληθεύσει. Κάποιο αγόρι βλέπει το μέλλον του, που είναι και το μέλλον αυτού του άντρα (αλλά ταυτόχρονα και το παρελθόν του) και φροντίζει να το ακυρώσει. Προφανώς υπερισχύουν οι πράξεις του αγοριού, ως προγενέστερες. Αυτή είναι η πρώτη και βασική υπόθεση, την οποία θα καταλάβει ο μέσος αναγνώστης, και θα είμαι πολύ ευτυχής αν μείνει τελικά σε αυτήν, χωρίς περαιτέρω αναλύσεις/ υποθέσεις, και απολαύσει την υπέροχη ελπίδα του τέλους!
Για τους αναγνώστες ωστόσο που «τα θέλουν όλα», και ένα τέλος δίχως τέλος, ή μάλλον ένα τέλος που αποτελεί την αρχή χιλιάδων πραγμάτων, θα παραθέσω και μια σειρά από άλλες υποθέσεις για το τι έχει συμβεί. Τις αναφέρω χωρίς σειρά σπουδαιότητας ή σειράς εμφάνισης μέσα στο βιβλίο:
2) Ο πρωταγωνιστής δεν είναι απλός άνθρωπος αλλά ένα υπερφυσικό πλάσμα που δημιουργεί, καταστρέφει και ξαναδημιουργεί νέους κόσμους, ώσπου να φτάσει σε μια τελική εκδοχή τους, την καλύτερη ή ωφελιμότερη. Εναλλακτικά, θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πως συμμετέχει στη δημιουργική ενόραση του Θεού πριν πλάσει τον κόσμο, και «είδε» μέσα από αυτήν τα πάντα. Βέβαια, από καθαρά θεολογική άποψη, κάτι τέτοιο είναι τελείως λάθος, όχι τόσο επειδή με κανέναν δεν έκανε συμβούλιο ο Θεός για τη δημιουργία του κόσμου (εξάλλου δεν υπήρχε και κανείς για να τον συμβουλευτεί), όσο επειδή ο Θεός δε σκέφτεται, δε «νοεί», ούτε κάνει υπολογισμούς, διορθώσεις λαθών, ούτε φυσικά και λάθη ή εκτιμήσεις μιας κατάστασης κτλ., όπως ένας άνθρωπος με περιορισμένη νοημοσύνη. Έχει «δει» προαιωνίως τα πάντα και όλες Του τις πράξεις.
3) Μια τρίτη εκδοχή: Αυτός που ονειρεύεται δεν είναι ο Νίκος Μανωλόπουλος, ή Moses Ιωάννου, αλλά ένας άλλος άνθρωπος. Ποιος θα μπορούσε όμως να είναι; Η Μαρία Οικονομοπούλου διηγείται κάπου ότι: «Τα μικρά πουλιά στην παλιά, και σχισμένη σε σημεία, μπεζ ταπετσαρία του ξενοδοχείου που τον φιλοξένησε τις πρώτες νύχτες μετά τη φυγή του από το σπίτι, έδειχναν ιδιαίτερα ικανά στο να του δημιουργούν τερατώδη όνειρα. Όνειρα, που ίσως τελικά ήταν η πραγματικότητα». Σε κάποια από αυτά «δεν ήταν ο ανιψιός που κακοποιούνταν αλλά ο θείος που κακοποιούσε. Αλήθεια, τι όνειρα λες να έβλεπε ο θείος στις μακρές νύχτες που ακολούθησαν; Τι σκεφτόταν στις άδειες του μέρες;».
Ο θείος, ο οποίος, γνωρίζοντας το φριχτό πάθος του που δεν τολμούσε ούτε η γυναίκα του να αναφέρει στις ιδιαίτερες συνομιλίες τους, βλέπει πόσο όμορφος είναι ο ανιψιός του και πόσα θα μπορούσαν να κάνουν (ή έχουν κάνει) οι δυο τους, και ονειρεύεται, ξανά και ξανά, μια ζοφερή πραγματικότητα. Όσα ονειρεύεται συνέβησαν στο παρελθόν, κατά τα προηγούμενα εννιά χρόνια; Ή μήπως βρίσκεται ακόμη στην Έκτη Ημέρα που το παιδί είναι εκεί, και προφητεύει το μέλλον; Εδώ κρύβεται ένας αδιόρατος υπαινιγμός, που αναφέρεται ξεκάθαρα λίγο πιο κάτω στο κείμενο:
4) «Ίσως όλη η τραγική ιστορία των βιασμών και των αυτοκτονιών που μόλις σου διηγήθηκα, να μη συνέβη ποτέ στα αλήθεια, αλλά εκείνος να ήθελε πολύ συμβεί. Ώστε να πιστέψει πως έστω κάτι συμβαίνει;» Σε αυτή την ερμηνεία, το παιδί ή ενήλικας Νίκος/ Moses ΔΕΝ έχει υποστεί βιασμούς, ίσως ούτε καν έζησε με κάποιον θείο ή θεία, αλλά χαμένο σε όνειρα και ψευδαισθήσεις, φαντάζεται τον εαυτό του ως ένα τραγικό θύμα.
5) Σε άλλα όνειρα ήταν η θεία. Η οποία, διαπιστώνοντας εκείνες τις πρώτες ημέρες που φιλοξενούνταν το παιδί στο σπίτι, προς τα πού πηγαίνουν τα πράγματα, ονειρευόταν την εφιαλτική συνέχεια. Ίσως βέβαια και όλα τούτα να ήταν απλά μια συνέχεια του προφητικού ονείρου με τη μητέρα της. Ίσως πάλι και να συνέβησαν αφότου ο νεαρός δραπέτευσε από το σπίτι. Ποιος μπορεί να πει;
6) Άλλοτε αυτός που ονειρευόταν ήταν άντρας και άλλοτε γυναίκα. «Τα φύλα είχαν χαθεί, είχαν λειώσει, είχαν ενωθεί σε ένα κοινό “ποτό” και ομογενοποιηθεί». Εδώ έχουμε μια σαφή σύνδεση με όλον τον προβληματισμό που διατρέχει το κείμενο για το τι είναι ο πρωταγωνιστής, σε ποιο φύλο ανήκει – ή ακόμη και σε ποιο ζωικό είδος! Είναι ο Αδάμ Ένα ή ο Δύο; Ποια από τις δύο Εύες; Μήπως είναι η άφυλη ρομποτική θεότητα που τους δημιούργησε; Ή ο «άγνωστος Θεός», που βρίσκεται από όλα αυτά πίσω; Ο ανίκανος σεξουαλικά και υπαρξιακά Νίκος δεν μπορεί αιωνίως να βρει την ταυτότητα, έναν εαυτό, κάπου να αναπαυτεί, έναν θεό να πιστέψει.
7) Άλλοτε «έβλεπε πως ήταν ένας συγκεκριμένος μεσήλικας γείτονας από το αγρόκτημα του θείου, χλωμός και με γένια λίγων ημερών, πάντα σιωπηλός, που συνήθιζε να κοιτά τον νέο παράξενα όταν περνούσε από μπροστά του». Εδώ έχουμε μετάθεση της «κάμερας» έξω από το φριχτό σπίτι. Κάποιος που έβλεπε λοιπόν και δε μιλούσε. Και οι Ερινύες, για αυτή τη στάση του, τον τιμωρούσαν τα βράδια, δείχνοντάς του εικόνες που μπορεί να ήταν αληθινές αλλά ίσως και όχι.
8) Κάτι παρόμοιο υπαινίσσεται στη συνέχεια του κειμένου με τον ευγενικό συμμαθητή και τον αυστηρό καθηγητή. Ο πρώτος έβλεπε πως αυτό το παιδί χρειαζόταν βοήθεια. Ο δεύτερος διέκρινε μόνο την παράβαση των κανονισμών. Στον πρώτο αποκαλύφτηκαν μυστήρια. Στον δεύτερο, η καταδίκη του.
9) Ο ονειρευόμενος λοιπόν μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε: οι άνθρωποι του σπιτιού του, οι γείτονες, οι εγγύς και οι μακράν. Μπορεί να είναι τα θύματά του που ονειρεύονται -τη νύχτα πριν πεθάνουν- εκείνον που τα ξεκίνησε όλα αυτά. Μπορεί να είναι οι οπαδοί του που αναρωτιούνται πώς έμοιαζε, ποιος ήταν. Μπορεί να είναι οι δύο αφοσιωμένοι συνεργάτες του, ο Peter Chance και ο Émile Coste, οι οποίοι ποτέ δεν τον είχαν και δεν τους είχε δει. Ο ένας ονειρεύεται διαρκώς τον άλλον, κι όλες τους οι υποθέσεις είναι ψεύτικες. Και τελικά συναντιούνται εκεί, σε ένα μακρινό, παράξενο μέλλον, για πρώτη φορά, ώστε να πεθάνουν όλοι μαζί.
Ίσως -ποιος ξέρει;- αυτός που ονειρεύεται, που πλανάται δίχως τέλος, είναι ο προϊστάμενός του Στέργιος Δημητριάδης, οι σπιτονοικοκύρηδές του, οι δάσκαλοί του, οι ψυχολόγοι του, οι συγγραφείς των βιβλίων που διάβασε… Όλα τα μάτια τον παρατηρούν από κάποια γωνιά και κάθε μυαλό πιστεύει πως είναι αυτός – ή μήπως απλά ο εαυτός του ονειρεύεται μέσα από κάθε μυαλό; Ίσως τελικά ο Νίκος είναι ο κάθε άνθρωπος. Ίσως δεν υπάρχει καν Νίκος. Ίσως δεν υπάρχουν ούτε άλλοι. Ίσως τελικά αυτός που ονειρεύεται -και διηγείται την ιστορία- είναι «το ποτάμι που παρακολουθούσε τη σκηνή του πρώτου του βιασμού, κι όλων των εκατοντάδων επόμενων. Λες και το ποτάμι βρισκόταν παντού, ακόμη και μέσα στο δωμάτιό του και μες στο μυαλό του. Ένα αιώνιο, σιωπηλό, παρατηρητικό ποτάμι».
10) Πλέον τα άψυχα λοιπόν έχουν ψυχή∙ βλέπουν, αλλά δε μιλούν. Το καθετί καταγράφεται με αόρατη, αιώνια γραφή πάνω στα βράχια, στους θάμνους, στα έρημα σπίτια, στη Σελήνη, αυτήν του «Παραδείσου», που ήταν όμορφη σαν χάρτινη, χαμογελαστή, απολύτως τέλεια – και υπήρχε μόνο στη φαντασία εκείνου που την ονειρευόταν. Ή μήπως αυτός που ονειρευόταν ήταν «ένα συγκεκριμένο κοτσύφι πάνω στο δέντρο, που ξύπνησε εκείνη τη φοβερή νύχτα και δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτό που συνέβαινε και έκλεισε με τη φτερούγα τα μάτια του να μη βλέπει»; Η ιδέα του κοτσυφιού-έντρομου θεατή μού ήρθε στο μυαλό από μια εικόνα της Σταύρωσης, όπου πλήθος αγγέλων πετούν γύρω από τον Σταυρό, ζωγραφισμένοι σαν πουλιά, και με τις φτερούγες κλείνουν τα μάτια, για να μη βλέπουν το φριχτό έγκλημα. Σε άλλο σημείο, η Μαρία θα ρωτήσει τον Νίκο αν έχει επισκεφτεί ποτέ του νεκροταφείο και θα του πει: «Υπάρχεις για λίγο μόνο ακόμη. Σε γνωρίζω μόνο για λίγο ακόμη. Μετά…; Θα ξημερώσει μια καινούργια μέρα, και στο μακρύ, ολοζώντανο όνειρο που έβλεπαν τα πουλιά μες στη νύχτα πάνω στα δέντρα, εμείς πλέον δε θα βρισκόμαστε». Εδώ διατυπώνεται πιο καθαρά αυτή η παράξενη, ανατρεπτική θεωρία: Τα πουλιά και η φύση είναι που ονειρεύονται τους ανθρώπους, όχι οι άνθρωποι αυτά.
Διαβάστε ΕΔΩ τη συνέχεια του άρθρου…
[Η φωτογραφία, ευγενική χορηγία του John Fowler]