1
[κεφ. 4]
Ήταν σκοτάδι πίσσα. Προχωρημένα μεσάνυχτα. Κι αυτός περπατούσε σε έναν μακρύ, σκοτεινό διάδρομο, υγρό σαν μπουντρούμι. Αυτός ήταν ο δικός του κόσμος, από όπου δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει παρά μόνο στη φαντασία του για λίγες στιγμές ψεύτικης αισιοδοξίας. Λίγες υπέροχες στιγμές, όχι αρκετές όμως για να γκρεμίσουν τους τοίχους, να φωτίσουν το σκοτάδι, να ανακόψουν την πορεία.
Άνοιξε σιγανά την πόρτα και αντίκρισε την αιώνια αίθουσα. Παιδιά χωρίς ηλικία, έχοντας πρόσωπο νεανικό και καρδιά γέρου, αδύναμα, με κατεστραμμένες ψυχές, κάθονταν ήδη παρατεταγμένα σε σειρές και στήλες. Τα χέρια σταυρωμένα στα παγωμένα θρανία, το βλέμμα προσηλωμένο άκαμπτα στον μαυροπίνακα, που φωτιζόταν από εκτυφλωτικό, αλλά άγριο φως.