[Βιβλίο, Μέρος Β΄]
Η ταγματάρχης Luciana Bernhard συνέχισε την εξιστόρηση:
– Είπε ότι δεν είχαν συναντήσει ούτε ένα αυτοκίνητο κατά την ανάβαση. Το οποίο ήταν ασυνήθιστο, ακόμη και για τούτο το ερημικό μέρος. Πλησίαζαν στο τέρμα. Καμιά εκατοστή μέτρα απέμεναν μόνο ως αυτό. Εκεί θα άφηνε τον κόσμο, θα έκανε αναστροφή και θα επέστρεφε κατευθείαν στην πόλη. Αλλά τότε, ξαφνικά και παράλογα, ένα ποδήλατο προσπέρασε το λεωφορείο. Ένα κόκκινο ποδήλατο που έτρεχε με απίστευτη ταχύτητα, έστριψε δεξιά και χώθηκε ανάμεσα στους προβολείς του λεωφορείου. Ο οδηγός δεν πρόλαβε να δει καθαρά τον ποδηλάτη, μόνο ότι ήταν ένας νεαρός άντρας, και αμέσως έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να στρίψει. Αυτό που κατάφερε όμως ήταν να ντεραπάρει το όχημα και να καταλήξει σε ένα χαντάκι.
– Ο οδηγός του ποδηλάτου; ρώτησε ο πρωθυπουργός.
– Δε βρήκαμε κανένα ποδήλατο. Ούτε καν ίχνη του. Σε κείνο το τμήμα η άσφαλτος τελειώνει και γίνεται χωματόδρομος. Λογικά θα έπρεπε να υπάρχουν έστω οι ροδιές αυτού του υποτιθέμενου ποδηλάτου. Για αυτό και θεωρούμε πως ο οδηγός είναι πιθανόν ο δολοφόνος…