6
Όταν τα πουλιά εξαφανίστηκαν, ο Φίλιππος έμεινε πραγματικά μόνος. Ούτε αυτοκίνητα να φωτίζουν με τους προβολείς τους δρόμους, ούτε μαγαζιά ανοιχτά, ούτε παιδιά να τρέχουν πάνω-κάτω. Κοίταξε εκεί όπου κοίταζε πάντα. Εκεί όπου όφειλε θαρρείς να κοιτάζει. Το περίπτερο, ίδια μοναχικό με αυτόν, το ανάλογό του ανάμεσα στα άψυχα αντικείμενα, ωστόσο πλημμυρισμένο με αισθήματα και αναμνήσεις κρυμμένες καλά στα φθαρμένα τοιχώματά του, έστεκε θλιβερό, άστοχο ανάμεσα σε φρεσκοβαμμένα σπίτια και περιποιημένα παρτέρια. Σαν τσαλακωμένη χαρτοσακούλα που την πέταξε κάποιος όταν δεν τη χρειαζόταν πια, κι όμως αυτή κατάφερε να μην πέσει, αλλά να στερεωθεί εκεί στην πλατεία προς πείσμα όλων (κάτι σαν σύμβολο ή σαν ιδέα) για όλα τα χρόνια που έρχονται.