5
Όταν έφτασε σε αδιέξοδο, σταμάτησε. Ένας ψηλός τοίχος, φαγωμένος σε αρκετά σημεία, βουτηγμένος στην υγρασία. Στάθηκε ανόητος που καταδίωξε ένα ανάπηρο παιδί. Τι πίστευε πως θα έβρισκε; Απογοητευμένος αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Βαδίζοντας προσεκτικά στο σκοτεινό στενό, προτού βγει στον δρόμο έξω, μια ανατριχίλα τον διαπέρασε. Σαν να τον ακολουθούσε ένας ψίθυρος. Κοίταξε ολόγυρα, αλλά δε διέκρινε οποιαδήποτε κίνηση ή ήχο. Όλα παρέμεναν αφύσικα ήσυχα, μαρμαρωμένα στον απροσδιόριστο χρόνο μιας αιώνιας νύχτας. Ευτυχώς, μόλις βρέθηκε στον δρόμο πάλι, το άσχημο αίσθημα εξαφανίστηκε, τόσο απρόσμενα όπως είχε εμφανιστεί.