Σπίτι
Ο Φίλιππος αισθάνεται μια ακατανίκητη έλξη να δει το σπίτι της κυρα-Μαριγώς και του Νικολάκη. Γι’ αυτό παρακολουθεί σαν κατάσκοπος τον ανάπηρο νέο μέσα στη νύχτα. Στη συνέχεια διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το τέλος του πέμπτου κεφαλαίου.
1
Τελικά το βρήκε. Όχι από τον θόρυβο, ο οποίος έτσι κι αλλιώς είχε ήδη πάψει. Αλλά επειδή ήταν το μοναδικό σπίτι σε όλες τις γειτονιές, όπου υπήρχε φως σε ένα δωμάτιο. Και πίσω του κινούνταν δύο σκιές. Πλησίασε και στάθηκε. Οι δύο κάτοικοι του σπιτιού συζητούσαν, χωρίς να διακρίνει τα λόγια. Ο Φίλιππος περιεργάστηκε το φτωχικό σπίτι: φθαρμένο και παλιό, ο ορισμός της αθλιότητας.
2
Είχε ισόγειο και πάνω όροφο. Το ισόγειο φαινόταν εντελώς ακατάλληλο για κατοίκηση. Ίσως να το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη. Ο πάνω όροφος, όπου προηγουμένως στέκονταν και συζητούσαν οι δύο σκιές, είχε χτιστεί μόλις δύο μέτρα πάνω από το έδαφος, ίσως και λιγότερο. Στην πραγματικότητα, ήταν ένα κάπως υπερυψωμένο κουτί. Υπήρχε και μια μικροσκοπική αυλή, χωρίς τίποτε μέσα της, ούτε φυτά ούτε κότες στο κατεστραμμένο κοτέτσι ούτε οποιοδήποτε εργαλείο. Μόνο χώμα έβλεπες, μαύρο και βρώμικο.
3
Παρακμή και κατάθλιψη βασίλευε στο μικρό σπίτι, που ήταν προφυλαγμένο πίσω από έναν χαμηλό φράχτη, εύκολο να τον υπερπηδήσεις. Οι τοίχοι του φθαρμένοι, με όλες τις διαδοχικές αποχρώσεις πάνω τους που πήρε το αρχικό χρώμα στη διάρκεια των ετών. Τόσο αταίριαστο για κατοικία ζωντανών πλασμάτων, σκέφτηκε, όσο το περίπτερο της κυρα-Μαριγώς. Τόσο όμοιο με εκείνο.
Και τότε άκουσε τη φωνή της.
Α
Χρειαζόμουν λοιπόν ένα σπίτι. Εντάξει, θα μπορούσα, έτσι γενικά, να πω ότι κατοικούσαν σε κάποιο άθλιο ημιυπόγειο ή κάτι τέτοιο. Όμως δεν μου έκαναν οι πολυκατοικίες σαν τόπος τον οποίο θα ανακαλύψει κάποιος έπειτα από μια εξαντλητική αναζήτηση στο σκοτάδι. Άρα έπρεπε να είναι μονοκατοικία. Δεν ήμουν σίγουρος ακόμη για τη μορφή της, ούτε φυσικά για όσα θα διαδραματίζονταν εκεί στα επόμενα κεφάλαια. Δεν ήμουν σίγουρος για όσα θα έγραφα στο μυθιστόρημα. Δεν ήξερα καν πώς γράφει κάποιος ένα μυθιστόρημα! Εγώ ακολουθούσα απλά τον Φίλιππο Μακρίδη στις διαδρομές του μέσα στον δαιδαλώδη κόσμο της Άνω Πόλης. Ακολουθούσα την ίδια τη ζωή.
Ήταν 25 Νοεμβρίου, γιορτή της Αγ. Αικατερίνης, πιθανόν το 2007 ή το 2008, δε θυμάμαι τώρα ποιο από τα δύο. Η μητέρα μου είχε χειροτερέψει πολύ εκείνον τον καιρό με την αρρώστιά της, τον καρκίνο. Μου ζήτησε να την πάω στην ομώνυμη εκκλησία της Άνω Πόλης η οποία γιόρταζε. Περπατούσε με δυσκολία. Ακόμη και για να πάμε ως την πιάτσα των ταξί, διακόσια μέτρα από το σπίτι μας, έπρεπε να το προσπαθήσουμε. Φτάσαμε επιτέλους στην εκκλησία.


Β
Πλησιάζοντας την είσοδο της αυλής, εγώ γύρισα τυχαία το κεφάλι μου στ’ αριστερά. Και τότε μαρμάρωσα για λίγα δευτερόλεπτα. Επειδή μπροστά μου αντίκριζα το σπίτι της κυρα-Μαριγώς! Είχε βγει θαρρείς μέσα από τα παραμύθια. Μια μικροσκοπική μονοκατοικία με αντίστοιχα μικρή αυλή, όλα εγκαταλειμμένα μάλλον εδώ και καιρό. Ένα στοιχειωμένο, καταραμένο σπίτι. Αν ερχόμουν εδώ βράδυ, ποιος ξέρει, ίσως και να έβλεπα τον Νικολάκη με το σακούλι του, μες την ερημιά, να προχωρά κουτσαίνοντας, ένα ανθρώπινο ερείπιο.
Η Θ. Λειτουργία τελείωσε και εμείς βγήκαμε από τον ναό. Η μητέρα μου είπε ότι μπορούσε να περπατήσει έως λίγο πιο κάτω, ώσπου να βρούμε ταξί. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, είπε, αισθανόταν τόσο καλά, ώστε τελικά ούτε ταξί χρειαστήκαμε ούτε λεωφορείο. Έκανε όλον τον δρόμο πίσω για το σπίτι με τα πόδια. Χάρηκα τόσο πολύ! Έμοιαζε μια καινούργια μέρα να ξημερώνει. Έμοιαζε… Διότι ύστερα από τον περίπατο αυτό κρυολόγησε σοβαρά και η υγεία της χειροτέρεψε. Υπέφερε πολύ και για πολύ καιρό. Κάθε χρόνο πηγαίναμε είτε μαζί είτε μόνη της στη γιορτή της αγαπημένης της Αγίας. Αυτή στάθηκε όμως η τελευταία της φορά.