Εφιάλτης
Ο Φίλιππος επί σειρά ετών βλέπει οδυνηρά και εξαιρετικά ζωηρά όνειρα. Μάλιστα συχνά έχουν φιλοσοφικό περιεχόμενο – και ένα δυσάρεστο μήνυμα να του δώσουν… Στο μυθιστόρημα εξιστορούνται τρία από αυτά. Ακολουθούν αποσπάσματα από το τρίτο.
1
[κεφ. 4]
Ήταν σκοτάδι πίσσα. Προχωρημένα μεσάνυχτα. Κι αυτός περπατούσε σε έναν μακρύ, σκοτεινό διάδρομο, υγρό σαν μπουντρούμι. Αυτός ήταν ο δικός του κόσμος, από όπου δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει παρά μόνο στη φαντασία του για λίγες στιγμές ψεύτικης αισιοδοξίας. Λίγες υπέροχες στιγμές, όχι αρκετές όμως για να γκρεμίσουν τους τοίχους, να φωτίσουν το σκοτάδι, να ανακόψουν την πορεία.
Άνοιξε σιγανά την πόρτα και αντίκρισε την αιώνια αίθουσα. Παιδιά χωρίς ηλικία, έχοντας πρόσωπο νεανικό και καρδιά γέρου, αδύναμα, με κατεστραμμένες ψυχές, κάθονταν ήδη παρατεταγμένα σε σειρές και στήλες. Τα χέρια σταυρωμένα στα παγωμένα θρανία, το βλέμμα προσηλωμένο άκαμπτα στον μαυροπίνακα, που φωτιζόταν από εκτυφλωτικό, αλλά άγριο φως.
2
Ο Φίλιππος στάθηκε για λίγο παρατηρώντας τα κάδρα στους τοίχους με φωτογραφίες και πορτρέτα νεκρών καλλιτεχνών και επιστημόνων. Άνθρωποι που όλοι τους αυτοκτόνησαν ή έσβησαν μέσα σε απέραντη θλίψη. Διέκρινε πιο κοντά του την εικόνα του ποιητή Καρυωτάκη. Βλέμμα νοσταλγικό, σοφό, γεμάτο κατανόηση των πραγμάτων. Καθισμένος σταυροπόδι σε πολυθρόνα παλαιού τύπου, κουστουμαρισμένος, κοσμοπολίτης. Στρέφοντας τα μάτια λοξά προς τον θεατή έμοιαζε να λέει: «Δεν είναι τρέλα ούτε λάθος», καθώς κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα μαύρο περίστροφο ακουμπισμένο στην καρδιά, έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη.
3
Το διπλανό πορτρέτο παρουσίαζε τον διάσημο Ρώσο μουσικοσυνθέτη Τσαϊκόφσκι καθισμένο σε ένα τραπέζι με φίλους. Οι υπόλοιποι έπιναν σαμπάνια. Ο ίδιος κοιτούσε με φρίκη και αυτοσυγκέντρωση το δικό του ποτήρι, όπου μέσα κρυβόταν δηλητηριασμένο νερό…
Παραδίπλα στον τοίχο κρέμονταν εικόνες επιστημόνων, μουσικών, πολιτικών. Όλοι βυθισμένοι σε ανίκητο πένθος. Κάποιος ποιητής και φιλόσοφος καβάλα σε άλογο βουτά στα νερά της θάλασσας για να πνιγεί∙ άλλος κρεμασμένος από τον πολυέλαιο με μολυβί χρώμα στο πρόσωπο αιωρείται σε όλους τους αιώνες. Κάθε κάδρο το συνόδευε κάτω του μια λεζάντα, όπου αναγράφονταν επιπλέον πληροφορίες για το φριχτό τέλος.
4
Σκούρες μοβ κουρτίνες κάλυπταν εν μέρει τα ψεύτικα, ζωγραφιστά παραθυρόφυλλα. Κι ο χάρτινος ήλιος, καρφιτσωμένος ανάμεσά τους στο κεντρικό παράθυρο, ετοιμαζόταν να δύσει για πάντα. Ένα γράμμα είδε τότε ακουμπισμένο και ανοιγμένο στην έδρα, για να υπενθυμίζει σε όσους ακόμη ζουν τις τελευταίες σκέψεις εκείνου που έφυγε από κοντά μας. Όλη τη φρίκη και την ανάγκη για απελευθέρωση που ένιωσε τότε.
5
«Πρέπει, πρέπει να το κάνεις!» ανέγραφαν χάρτινες, εορταστικές κορδέλες πάνω στις κουρτίνες. Κι ολόγυρα, κρεμασμένα με κλωστές από το ταβάνι ή τις γωνιές, πρόβαλλαν ομοιώματα εντόμων. Όχι πεταλούδες όμως με πολύχρωμα φτερά, αλλά σφήκες, μαύρες αράχνες κι άλλα τρομερά. Διότι η νύχτα τούτη ανήκε στα αντι-Χριστούγεννα. Και το σχολείο συνήθως γιορτάζει λαμπρά παρόμοιες στιγμές…