Σε κάποιο προάστιο του Λονδίνου,
26 Ιουνίου 1798
Η κοπέλα έτρεχε από κάμαρα σε κάμαρα με όλη της τη δύναμη. Ήξερε πως αν δεν το κάνει, η ζωή της θα τελειώσει τώρα δα, στα δεκαεννιά της χρόνια. Κι αυτό επειδή ήταν όμορφη. Πιο όμορφη κι από την κυρά της και όλες τις γυναίκες στην έπαυλη. Προτού έρθει για να δουλέψει εδώ, την είχαν ήδη ζητήσει σε γάμο δύο φορές. Αλλά όταν αντίκρισε ένα πρωινό εκείνον τον ξανθό νεαρό από το διπλανό αγρόκτημα να σκάβει στον κήπο, ήξερε πλέον ποια είναι η επιλογή της. Για αρκετές βδομάδες σχεδόν τον κατασκόπευσε. Κι ένιωθε βέβαιη πως κι εκείνος τις έριχνε κλεφτές ματιές όταν συνόδευαν τα αφεντικά τους τις Κυριακές στην εκκλησία. Δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μια λέξη ακόμη, μα μπορούσε άνετα να διαβάσει την αγάπη στα γαλανά του μάτια.