8
«Θεέ μου!» φώναξε η Τζέιν.
Ήταν ένα μεγάλο μαχαίρι, από αυτά που σφάζανε τα γουρούνια στο κτήμα!
Ουρλιάζοντας και χωρίς ελπίδα, όρμηξε στην πρώτη πόρτα που βρήκε δεξιά: Μία κοντή πόρτα με πολλές χαραγματιές στο ξύλο της, βαθιές σαν ανοιχτές πληγές. Μα πάγωσε για πάντα με αυτό που αντίκρισε κι έμεινε ακίνητη εκεί σαν άγαλμα. Ένα πανέμορφο άγαλμα με αλαβάστρινη επιδερμίδα, που αντανακλούσε στα ορθάνοιχτα μάτια του το φως από δέκα τουλάχιστον λαδοφάναρα.