(απόσπασμα, κεφ. 4)
Καθώς οι τελευταίοι μοναχικοί διαβάτες χάνονταν στα σοκάκια της γειτονιάς, έσβηναν μακρινοί οι ήχοι από τα βήματα κι οι φωνές. Η ατμόσφαιρα κρύωνε με γοργούς ρυθμούς. Στους έρημους δρόμους μόνο τα ασπρουλιάρικα φώτα από τις ψηλές κολόνες χύνονταν θαμπά, σαν όνειρο κακοφωτισμένο ενός σκιερού μυαλού. Αν τις καθημερινές η γειτονιά βυθιζόταν σχετικά νωρίς στη σιωπή, πολύ περισσότερο μια τέτοια ξεχωριστή νύχτα, όπου αρκετοί έλειπαν έτσι κι αλλιώς σε ταξίδια. Σαν αναζητητής της περιπέτειας σε μια χώρα άγρια και σκληρή έμοιασε, όταν βρέθηκε στο πεζοδρόμιο. Μπροστά του και σε αρκετή απόσταση, καθώς κοιτούσε πέρα μακριά, οι λάμπες του δρόμου έριχναν οδοντωτά πέπλα φωτός στους σκιερούς δρόμους, τα οποία έσβηναν απαλά σε ορισμένα σημεία, όπου κάποιος γλόμπος είχε καεί. Οι πολυκατοικίες δεξιά κι αριστερά, όγκοι σκοτεινοί, σχεδόν απειλητικοί, του θύμιζαν φαράγγι.